(ενημερωμένο στις 25-8-2013)Σύμφωνα με την προχειρότατη ανάλυση που διάβασα δεξιά-αριστερά ο αβάς Σισώης (4ος μ.Χ. αιώνας) κλαίει για το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου λόγω της αγάπης του για τον Έλληνα Βασιλέα. . Πάντως, ακόμα και από αυτή την εικόνα μπορούμε να αντλήσουμε ένα τουλάχιστον επιχείρημα που ακυρώνει τις ανοησίες των επικίνδυνα γελοίων γειτόνων μας. Στο κείμενο της εικόνας γίνεται μνεία περί “τάφου του βασιλέως των Ελλήνων Αλεξάνδρου“. πηγή O Άγιος Σισώης θρηνεί. μπροστά στον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του βασιλιά των Ελλήνων. (Η τοιχογραφία αυτή, που βρίσκεται στο νάρθηκα της μονής Βαρλαάμ των Μετεώρων (1566), είναι έργο του ιερέα και σακελλάριου Γεωργίου (Φωτογραφία Ν. Κοντού, αλιευθείσα εκ της «Δομής»). Ο Όσιος Σισώης (ή Σισόης) ο Μεγάλος, είναι Άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Υπήρξε ασκητής, ο οποίος καταγόταν από την Αίγυπτο, και επονομαζόταν ο Μέγας. Ασκήτεψε στην έρημο και έπειτα στο ίδιο βουνό, που πέθανε ο μέγας Αντώνιος. Πέθανε το 429, μετά από 62 χρόνια ασκητικής ζωής. Η μνήμη του τιμάται την 6η Ιουλίου, ενώ το «Αγιολόγιον της Ορθοδοξίας», που συνέταξε ο Χρήστος Δ. Τσολακίδης, γράφει γι’ αυτόν τα ακόλουθα: «Έλαμψε με την πνευματική του σύνεση, την ταπεινοφροσύνη, τη φιλαδελφία και το ενδιαφέρον του στο να επιστρέψει και ένα μόνο αμαρτωλό. Μεταξύ των ασκητών αναδείχτηκε ονομαστός και μέγας, αθλητής της πρώτης γραμμής, τύπος εγκράτειας, αλλά και ψυχή που προσευχόταν για δικαίους και άδικους, πλούσιους και φτωχούς, άρχοντες και ιδιώτες, κληρικούς και λαϊκούς και γενικά για όλο τον κόσμο. Στη γη ήταν, άλλ’ η ζωή του ήταν ουράνια. Υψωμένος πάνω από τη σάρκα, που χαλιναγωγούσε τέλεια με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος και τη θεία κοινωνία του σώματος και του αίματος του Χριστού. Η μνήμη του μένει υπόδειγμα σ’ όσους θέλουν την ασκητική ζωή, για να είναι γνήσιοι και πραγματικοί ασκητές, όχι μόνο με την αντοχή του σώματος, αλλά και με την πνευματική αναγέννηση και τη λάμψη της αρετής.».
« Ορών σε, τάφε, δειλιώ σου την θέαν και καρδιοστάλακτον δάκρυον χέω, χρέος το κοινόφλητον είς νουν λαμβάνων, πως ουν Νεοελληνική απόδοση: «Βλέποντάς σε, Τάφε, δειλιώ και τρομάζω από την όψη σου και χύνω δάκρυα από την καρδιά, φέροντας στον νου μου το υπό όλων των ανθρώπων οφειλόμενο χρέος, δηλαδή του θανάτου πώς και εγώ μέλλω να διέλθω από τέτοιο τέλος; Θάνατε, ποίος είναι εκείνος ο άνθρωπος, που μπορεί να διαφύγει από τα χέρια σου;» . Απολυτίκιο οσίου Σισώη Ἀπολυτίκιον |