Ρεμβασμός του Δεκαπενταυγούστου-του Αλ. Παπαδιαμάντη (μέρος 2ο)

589

το 1ο μέρος εδώ

Εκείνην την φοράν, ο παππά-Νικόλας, άμα έφθασε την παραμονήν, ακολουθούμενος από πλήθος προσκυνητών διά την πανήγυριν, εστάθη πλησίον της θύρας του ναού, παρά την γωνίαν, και του είπε μυστηριωδώς:

-Θάχης μουσαφιρλίκια, θαρρώ.

-Τι τρέχει, παππά; ηρώτησε μειδιών ο Φραγκούλης, όστις εμάντευσε πάραυτα.

-Θα σου έλθει τ’ ασκέρι… Κύτταξε, Φραγκούλη, φρόνιμα, χωρίς πείσματα.

Ο Παππάς, ασκέρι λέγων, εννοούσε προφανώς την οικογένειαν του Φραγκούλα· αλλά τάχα μόνον τα παιδία, τα δύο μεγαλείτερα εκ των τεσσάρων; -καθόσον τα άλλα δύο τα μικρά, δεν θα ηδύναντο να κουβαληθούν εις διάστημα τριών ωρών οδοιπορίας χωρίς την μητέρα των. Ο Φραγκούλης ηθέλησε να βεβαιωθή.

-Θάρθη μαζί κι’ η μάνα τους;

-Βέβαια… πιστεύω, είπεν ο παππάς. Συνέχεια

Γ. Παΐσιος: «Τὰ “γουρουνάκια” τῆς Παναγίας»

theotokos– Γέροντα, πεῖτε µας κάτι γιὰ τὴν προστασία τῆς Παναγίας.

– Νὰ σᾶς πῶ κάτι ποὺ ἔγινε στὴν Ρωσία. Δύο γειτονικὰ µοναστήρια σὲ µιὰ περιοχὴ τῆς Ρωσίας τὰ χώριζε µιὰ γραµµὴ τραίνου. Σὲ ἕνα πανηγύρι κάποιοι µοναχοὶ ἀπὸ τὸ ἕνα µοναστήρι πῆγαν στὸ ἄλλο καὶ µέθυσαν. Καθὼς ἐπέστρεφαν στὸ µοναστήρι τους µεθυσµένοι, πῆγαν καὶ ξάπλωσαν ἐπάνω στὶς ράγες τῆς σιδηροδροµικῆς γραµµῆς καὶ τοὺς πῆρε ὁ ὕπνος.

Παρουσιάζεται τότε ἡ Παναγία στὸν σταθµάρχη καὶ τοῦ λέει: «τὰ γουρουνάκια µου θὰ τὰ κόψει τὸ τραῖνο». «Τί νά ᾽ναι αὐτό; λέει ἐκεῖνος, ποιά γουρουνάκια θὰ κόψει τὸ τραῖνο;». Γιὰ δεύτερη φόρα παρουσιάζεται ἡ Παναγία καὶ ἐπαναλαµβάνει τὰ ἴδια: «τὰ γουρουνάκια µου θὰ τὰ κόψει τὸ τραῖνο». «Βρέ, τί γουρουνάκια;», λέει ὁ σταθµάρχης. Νόµισε ὅτι εἶναι κανένα κοπάδι γουρουνάκια στὶς  Συνέχεια