…ένα όμορφο κείμενο που διάβασα και θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας. Τα παιδιά με την καθάρια σκέψη τους, με φυτεμένη και καλλιεργημένη από τους γονείς τους στην καρδιά τους την πίστη και την αγάπη στον Θεό και την πατρίδα,μπορούν να διδάξουν πολλές φορές ακόμα και τους δασκάλους τους…

Το παιδομάζωμα” (ή “το σκλαβοπάζαρο”) του Νικολάου Γύζη
Ελαιογραφία σε μουσαμά 0,72 χ 0,50 Εθνική Πινακοθήκη , Αθήνα
*****************
ΑΨΗΛΑ ΣΤΗΝ ΑΓΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ή ΜΑΘΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Βασίλη Χαραλάμπους
Η ώρα πήγε τέσσερις παρά τέταρτο και το παιδί της, το Διονυσάκι, έπρεπε νά ‘ταν στην εξώθυρα. Πήγε τέσσερις η ώρα κι ακόμα να έρθει από το μάθημα πιάνου. Κι είχε μια τόσο κουραστική μέρα. Ήταν ο Γιαννιός, η Γιωργούλλα, ο Φαίδων … οι τόσοι άλλοι μαθητές. Είναι τόσο ζωηρό αυτό το τμήμα. «Έπρεπε να το χωνέψουν πως είχε και καλά το παιδομάζωμα» μονολόγησε η κυρία Δεμετίκου η δασκάλα, παρατηρώντας με αγωνία από το παράθυρο. Η ώρα πήγε τέσσερις και δέκα κι ακόμα να φανεί το Διονυσάκι της.
Εξάλλου ήταν και το άλλο το πείσμα του μικρούτσικου Πετράκη στη τάξη.
– Μα αφού παίρναν τα παιδιά από τη μάνα τους, τα χρόνια της σκλαβιάς οι Τούρκοι, κυρία Δεμετίκου.
– Επαναλαμβάνω την ερώτηση, είπε ψυχρά η δασκάλα. Υπήρχαν και καλά στο παιδομάζωμα από τους Τούρκους;
– Όχι κυρία, είπε ο Γιαννιός.
Στο μεταξύ πήγε τέσσερις και είκοσι πέντε. «Λίγο ακόμα και θα πάρω τη χωροφυλακή», μονολόγησε η κυρία Δεμετίκου.
Το μάθημα στο μεταξύ συνεχίστηκε, με τον επίλογο της κυρίας Δεμετίκου σε ρητορικό ύφος.
– Φυσικά παιδιά υπήρχαν και καλά στο παιδομάζωμα και μη μιλήσετε Γιαννιό και Πετράκη, αφού κάποια από αυτά τα παιδιά πήρανε υψηλές θέσεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
– Η αψηλή θέση κυρία Δεμετίκου ήταν στην Πίστη που βαπτίστηκαν και στης μάνας τους την αγκαλιά, είπε θαρρετά ο Γιαννιός.
– Γιαννιό φαίνεται πως από λόγια δεν καταλαβαίνεις. Εξάλλου δεν ήταν κι η σειρά σου ν’ απαντήσεις Γιαννιό.
Στο μεταξύ κτύπησε η εξώθυρα. Πήγε πέντε παρά τέταρτο.
– Το Διονυσάκι μου. Επιτέλους. Ήρθες καμάρι μου! Πού ήσουν κι ανησύχησα; Μα, πώς είσαι έτσι λασπωμένος; Τι έγινε; Κι ο Γιαννιός; Τι γυρεύεις;
– Κυρία…, πήγε να πει ο Γιαννιός.
– Να, ο Γιαννιός, με γλύτωσε από ένα άγριο σκυλί.
– Μα…
– Να πηγαίνω εγώ, πρόλαβε να πει ο Γιαννιός.
.
Ξεροκατάπιε η κυρία Δεμετίκου.
– Όχι…
Κάτι πήγε να πεί και πάλι σώπασε.
– Ένα γλυκό έστω…ένα κουλούρι…
– Πρέπει να πηγαίνω. Ας είναι, το κρατάω για το δρόμο.
.
Το Διονυσάκι στριμώχθηκε δίπλα στο τζάκι. Η αμίλητη δασκάλα πρόλαβε κι είπε ένα ευχαριστώ κι ο Γιαννιός έφυγε τρέχοντας για το σπίτι του. Ώρα πέντε παρά τέταρτο, το Διονυσάκι σιμά στο τζάκι κι η κυρία Δεμετίκου να συλλογιέται έστω άθελά της, κείνο «τ’ αψηλά την αγκαλιά της μάνας του».
.
.
σχόλιο:Η σκηνή είναι κατά το απόγευμα όπου η κ. Δεμετίκου αναθυμάται το πρωινό μάθημα, και συγχρόνως περιμένει το Διονυσάκι της από το φροντιστήριο, γι αυτό κάθε τόσο η ώρα τάδε… Εκφράζει το διήγημα με την σωστή ειρωνεία τον πόνο που η κ. Δεμετίκου περιμένει με τόσο άγχος το γιό της κι αυτή έδειξε τόση σκληρότητα για τις μάνες του παιδομαζώματος. Είναι γεγονός ότι η μορφή αυτού του διηγήματος είναι διαφορετική από τα άλλα, όμως καταδεικνύει αυθόρμητα και παραστατικά την αντίθεση που πικραίνει.
το κείμενο προέρχεται από το ιστολόγιο Κατάνυξις
******************
Για τον πίνακα “τα αρραβωνιάσματα”(από wikipedia)
Τα αρραβωνιάσματα είναι ελαιογραφία του Νικολάου Γύζη του 1875 και βρίσκεται στην Εθνική Πινακοθήκη.
.
Ο πίνακας απεικονίζει μια πολυπρόσωπη σκηνή αρραβώνα σε ελληνικό σπίτι, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας πιθανόν. Είναι μια σκηνή με ιστορική σημασία, επειδή την περίοδο της Τουρκοκρατίας αρραβώνιαζαν τα νέα παιδιά σε μικρή ηλικία για να γλιτώσουν το παιδομάζωμα. Τα πρόσωπα παρουσιάζονται αμφιθεατρικά έχοντας στραμένη στην προσοχή τους στο κέντρο όπου στέκονται τα δύο παιδιά που τα αρραβωνιάζει ένας ιερέας. Αριστερά και δεξιά οι συγγενείς των δύο μνηστευμένων, ένας μουστακαλής δεξιά, στηριζόμενος σε ένα βαρέλι, περιμένει για να κεράσει, ενώ συνομήλικοι των παιδιών κοιτούν με περιέργεια. Το αγοράκι περιεργάζεται την βέρα, ενώ το κοριτσάκι μάλλον συνεσταλμένο και σκεπτικό υποβοηθείται από την μητέρα του να προτείνει το χέρι του στον ιερέα. Η αμηχανία των μνηστευμένων είναι που προκαλεί τη θυμηδία των λοιπών παρευρισκομένων.
.