– Γέροντα, όταν υπηρετής έναν άρρωστο, δεν σε καταβάλλει μόνον η κούραση, αλλά και η στεναχώρια, γιατί βλέπεις έναν δικό σου άνθρωπο σιγά-σιγά να σβήνη.
– Ναι, αλλά και ο Θεός όλους τους οικονομάει! Βλέπεις, όταν αρρωσταίνη ένα μέλος από την οικογένεια, όλη η οικογένεια πονάει. Και αν τυχόν είναι ο πατέρας και δεν μπορή να εργαστή, ολόκληρη η οικογένεια και πονάει και δυστυχεί. Έχει την αγωνία, «θα ζήση ο πατέρας, δεν θα ζήση;». Βασανίζεται αυτός, βασανίζονται και οι άλλοι. Σβήνει αυτός, σβήνουνκαι οι γύρω του.
Και η μητέρα τότε πρέπει να δουλέψη περισσότερο. Να φροντίση τα παιδιά, να πάη και στο νοσοκομείο, για να κοιτάξη τον άρρωστο. Θέλω να πω, όταν κάποιος αρρωστήση από μια βαρειά αρρώστια, και ο ίδιος υποφέρει, κουράζεται και θέλει να πεθάνη, αλλά και οι δικοί του που τον υπηρετούν, στεναχωριούνται, ταλαιπωρούνται και κουράζονται.
Και όσο περισσότερο δεμένοι και αγαπημένοι είναι, επιτρέπει στο τέλος ο Θεός, και ο άρρωστος και αυτοί που τον υπηρετούν να ταλαιπωρούνται πιο πολύ, να πονούν πιο πολύ, μέχρι να φθάσουν να πουν: «ας τον πάρη ο Θεός, για να ξεκουρασθή» – αλλά για να ξεκουρασθούν και αυτοί.
Βλέπετε, όταν μια οικογένεια είναι πολύ αγαπημένη, και οι γονείς πεθαίνουν στα καλά καθούμενα, χωρίς να αρρωστήσουν, και δεν ταλαιπωρούνται ούτε αυτοί ούτε τα παιδιά τους, γιατί χρειάσθηκε να τους υπηρετήσουν, ο πόνος του χωρισμού για τα παιδιά είναι πολύ οδυνηρός.
Από το βιβλίο: Λόγοι Γέροντος Παϊσίου, τόμος Δ, εκδ. Ι.Η.Αγ. Ιω. Θεολόγου, Σουρωτή Θεσσαλονίκης, σ. 222-πατήστε εδώ για να διαβάσετε ολόκληρο το κεφάλαιο: “Διακονία ασθενών”
.
.