Ἦταν νέος στήν ἡλικία· εἶχε κοινωνική θέση κι ἦταν «πλούσιος σφόδρα»· εἶχε, ἴσως, καί ἀνατροφή ἐπιμελημένη. Ὅπως φαίνεται θά εἶχε καί μερικές φορές ἀκούσει τόν Κύριο νά διδάσκει. Ὅλα τά καλά καί τ’ ἀγαθά τά εἶχε καί τά ἀπολάμβανε. Ὅμως ἡ ψυχή δέ χορταίνει ἀπό ὑλικά ἀγαθά. Κι εἶχε ἀρχίσει νά νιώθει πώς ὅλα αὐτά δέν εἶναι ἄξια νά τόν ἱκανοποιήσουν καί νά τόν κάνουν παντοτινά εὐτυχισμένο, ἀφοῦ κάποια μέρα θα τ’ ἀφήσει ἀναγκαστικά πίσω του, κλείνοντας γιά πάντα τά μάτια στή ζωή αὐτή.
Ἀπό κεῖ καί πέρα τί θά γίνει; Τό θέμα αὐτό πολύ τόν ἀπασχόλησε. Τό ξέρει ὅτι ἡ ζωή συνεχίζεται καί μετά τό θάνατο… Ὅμως, μέ ποιά μορφή θά μπορέσει νά τήν ἀπολαύσει; Ὑπάρχει εὐτυχία αἰώνια στόν Παράδεισο, ἀλλά καί δυστυχία αἰώνια στόν Ἅδη, ὅπου σκοτάδι βασιλεύει. Ἀπ’ ὅσα εἶχε ἀκούσει καταλάβαινε ὅτι ὁ Κύριος θά ἦταν ὁ μόνος κατάλληλος νά τοῦ δώσει γνώμη. Γι’ αὐτό πλησιάζει καί Τόν ρωτάει:
–«Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;»