ένα κείμενο- μαρτυρία μιας γυναίκας που έζησε τα γεγονότα των ημερών εκείνων και τα αναθυμάται με συγκίνηση και τα μεταδίδει με γλαφυρότητα στους ακροατές της…παρ΄όλο το μεγάλο μέγεθος της ομιλίας, την παραθέτουμε αυτούσια, γιατί θα την “αδικούσαμε” αν την συντομεύαμε- “Αντέχουμε…”
Της Φρόσως Ιωαννίδη*
Είναι μεγάλο το χάσμα του χρόνου. Μια 35ετία. Μεγάλο και το χάσμα της ζωής, (από μια κρίσιμη κι επικίνδυνη πλέον φάση της), για μια αποτύπωση, στο χαρτί, βιωμάτων – γεγονότων, όσο το δυνατόν ακριβέστερη. Κι είναι πολύ δύσκολο για μάς, με την ψυχρή τώρα λειτουργία της μνήμης, να πετύχουμε ώστε το παρελθόν, δραματικό και ιερό παρελθόν, να φωτίσει, έστω και για λίγο, τους ακροατές μας, γεφυρώνοντας αυτό το διπλό χάσμα, που προαναφέραμε.Μα είναι καυτά τα γεγονότα, που θέλομε να ιστορήσουμε. Κι η μέθοδος απλή, που θ’ ακολουθήσουμε.
Η μεθοδολογία, η τεχνοτροπία, που ακολουθούν οι ιστορικοί και οι νοσταλγοί διαφέρει, όσον και η φύσις των, οι σκοποί των, οι εποχές. Υπάρχει όμως, πάντα εύγλωττη και απλή, ανά τους αιώνες μέθοδος, η από προσωπικής σκοπιάς διήγηση των γεγονότων — βιωμάτων, σίγουρος τρόπος για να διατηρηθούν και αυτά και η αρχική συγκίνησης, που τα περιβάλλει.
Αυτή την απλή, την ταπεινή μέθοδο, ακολουθούμε και μείς με την ελπίδα, ότι αποτίομε φόρον τιμής και —κατά δύναμιν— προσθέτομε, έστω και μίαν φτωχήν εικόνα, στο κεφάλαιο του παγκοσμίου πολέμου που αναφέρεται στην επίθεσιν της Φασιστικής Ιταλίας κατά της Ελλάδος και την συμβολήν της γυναίκας και του Ηπειρωτικού λαού εις την άμυναν της Πατρώας γης. Έχουν γραφή πολλά για το θέμα. Ημείς δεν έχομε την πρόθεσιν ν’ αναλύσωμε ή να σχολιάσωμε. Θα περιοριστούμε μόνον στη γυναίκα και στον πληθυσμό του τόπου μας.
Πολλές, αναρίθμητες οι περιπτώσεις, που η Ελληνίδα, σαν μάνα, σαν αδελφή, σαν γυναίκα, σαν στρατιώτης ακόμα, πολεμώντας πλάι στον άνδρα, έδωσε ζωντανό παρόν, στους αγώνες του Έθνους.
Η μνεία μόνον μερικών ονομάτων, της Μπουμπουλίνας, της Δέσπως, της Μαντώς Μαυρογένους, της Μεσολογγίτισσας, της Σουλιώτισσας, αρκεί για να μας φέρει στο νου γεγονότα παλαιοτέρων εποχών.
Μ’ ας προχωρήσουμε, για να θυμηθούμε, την επάρατη εποχή του πολέμου του ’40 και τη συμμετοχή της Ηπειρώτισσας στον αγώνα και να σταθούμε, αποκλειστικά, στη Γυναίκα της Πίνδου, όπως την είδαμε με τα μάτια μας στο Ζαγόρι, τις πρώτες μέρες του πολέμου….
Αναθυμιέμαι, με τι ενθουσιασμό και προθυμία, έσπευσαν όλες οι Γιαννιώτισσες, από την πρώτη κι όλας μέρα, να παρακολουθήσουν τα μαθήματα εθελοντριών νοσοκόμων, από την Ελένη Πετραλιά και την Αθηνά- Μεσολωρά, στο σπίτι μου, πού το είχα παραχωρήσει, γι’ αυτόν τον σκοπόν.
Με τι λαχτάρα, ύστερα, τρέχαν στα νοσοκομεία να βοηθήσουν όλες τους πρώτους τραυματίες μας! Να ξενυχτάν, πάνω στο κεφάλι, των βαριά πληγωμένων, να τους περιποιούνται, να τους παρηγορούν, να τους παραχαϊδεύουν (και πρώτη η μάνα Καλλιόπη Λύκα). Να τους γράφουν τα γράμματα για τους δικούς των, να τους τα διαβάζουν και με κάθε τρόπο να προσπαθούν ν’ αλαφρύνουν τον πόνο τους.
Αναθυμιέμαι, την αυταπάρνηση των, να μη θέλουν να τους εγκαταλείψουν μόνους και να θάφτωνται μαζί τους, όπως συνέβη με τις ηρωικές αδελφές του Ερυθρού Σταυρού και τους ηρωικούς γιατρούς, κάτω από τα ερείπια του νοσοκομείου, τη φοβερή εκείνη ήμερα των βομβαρδισμών, την Μεγάλη Πέμπτη του Πάσχα του ’41!…

Αναθυμιέμαι, όλων των άλλων τις φούριες, να γνέθουν, να πλέκουν, να ράβουν, να ‘τοιμάζουν τα δέματα με τα μάλλινα που έστελνε όλη η Ελλάδα, για να μη κρυώσουν τα «Ελληνόπουλα της» και για να εξοπλίζονται τα νοσοκομεία μας.
Θυμάμαι ακόμα και τη Μαρίκα Κοτοπούλη, να στέλνει 40 σενδόνια (ως πρώτη δόση) στο νοσοκομείο, σαν της εξηγήσαμε την τραγική κατάσταση και να παρακολουθεί με λαχτάρα τα γεγονότα, έχοντας και αυτή το «παιδί της» όπως έλεγε, τον ανεψιό της Μυράτ, στρατιώτη.
Την Αγγελική Χατζημιχάλη, να πηγαινοέρχεται με τα πλωτά νοσοκομεία, (κάποτε μάλιστα συνταξιδέψαμε), και να φέρνει εφόδια, κι αυτή για τα νοσοκομεία και τους στρατιώτες μας….
Αρχικά βέβαια τα νοσοκομεία δεν είχαν επαρκή εξοπλισμό για ν’ αντιμετωπίσουν την ξαφνική πληθώρα τραυματιών πού κατέφθαναν.
Ρίγος συγκλονίζει ακόμα το σώμα και την ψυχή, στη θύμηση εκείνης της εποχής, που το δάκρυ δε στέγνωσε στα μάτια μας. Δάκρυ πόνου για τα παλικάρια μας που χάνονταν και τ’ άλλα πού σακατεύονταν, μα καώ δάκρυ χαράς και περηφάνιας για τις νίκες τους. Αναθυμιέμαι και τις δικές μας αγωνίες, τα τρεξίματα, να φθάσωμε στα σπίτια μας, ν’ αρπάξωμε τα παιδάκια μας, να τι καταχωνιάσωμε στ’ ασφυκτικά, πρόχειρα ορύγματα του κήπου και στα υπόγεια, για να τα σώσουμε απ’ τους βομβαρδισμούς, που όργωναν κυριολεκτικά τα Γιάννινα.
Κι όταν παράγινε το κακό, ν’ αφήνωμε τί σπίτια μας σύξυλα και να τρέχωμε στα Κατσανοχώρια ή αλλού, με άλλες οικογένειες, αφήνοντας τους άνδρες μας στα πόστα τους.
Ατέλειωτες οι θύμησες. Μ’ ας φθάσωμε στο θέμα μας: Στη Γυναίκα της Πίνδου! Από πού ν’ αρχίσω, τι λόγια να βρω, για να εξάρω το μεγαλείο της γυναίκας αυτής; Πως να δείξω το μέγεθος της προσφοράς της, εκείνες τις κρίσιμες μέρες; Πώς να παραστήσω, πως να ζωντανέψω, τη μεγαλοσύνη της; Δεν το μπορώ, θ’ αφηγηθώ μόνον άπλα, πως την είδα, όταν βρέθηκα κοντά της, σ’ ένα μόνον τμήμα της Πίνδου, στο Ζαγόρι, όπου επετεύχθη και η αρχική νίκη της Πίνδου, από τις 29 Οκτωβρίου εως τις 10 Νοεμβρίου, θα φροντίσω να σας τη ζωγραφίσω, όπως την είδα με τα ίδια τα μάτια μου, όπως την έζησα με την ίδια την ψυχή μου…..

Χρειάστηκε να πάω στο Ζαγόρι, να δω τους γονείς μου (η μάνα μου ήταν άρρωστη) κι άφησα τα δύο παιδιά μου, με μια Γυναίκα στην Κορίτιανη, στα Κατσανοχώρια.
Ξεκινώ με τ’ αυτοκίνητο, ως τη Δοβρά, Εκεί μαθαίνω ότι η παραπέρα συγκοινωνία κόπηκε. Οι Ιταλοί, έφθασαν απ’ τον Αώο στο Βρυσοχώρι κι ότι είναι επικίνδυνο να προχωρήσω. Ούτε μέσον υπήρχε.
Τους βλέπω όλους ανάστατους, ξεσηκωμένους, να τραβάν άλλοι κατά δω, άλλοι κατά κει. Όμως δε βλέπω γυναίκες.
Πούναι οι γυναίκες; ρωτάω. Οι γυναίκες! μου λέει ο ανθυπασπιστής της Δοβράς Σιμιτζής: Κουβαλάνε πολυβόλα και πολεμοφόδια και τ’ ανεβάζουν στη Γκαμήλα και Αστράκα.
Τ’ ακούω και δεν το πιστεύω. Πως είναι δυνατόν; Πως μπορούν ν’ ανεβούν γυναίκες φορτωμένες, σ’ αυτά τ’ απάτητα βουνά, π’ ανεβαίνουν μόνο τα ζαρκάδια;!! Πρωτάκουστο!
– Μα πως ανεβαίνουν; ρωτάω πάλι.
– Τις δένουμε, μου λέει ο Σιμιτζής, με χονδρές τριχιές, από τη μέση και οι χωροφύλακες, από την κορυφή, τις τραβάνε…
Κι αυτές βαρυφορτωμένες, σκαρφαλώνουν, σαν τα κατσίκια, πιασμένες, πότε από τις πέτρες, που προεξέχουν, πότε από ρίζες, γονατίζοντας και καμιά φορά από το βάρος, με κίνδυνο να γλιστρήσουν και να γκρεμοτσακιστούν στα βάραθρα που χαίνουν μπροστά τους. Ανεβαίνουν, κατεβαίνουν αδιάκοπα και ρίχνουν και τίποτε κοτρώνια στον εχθρό κάτω, πόχει φθάσει στα Τσερβαριώτικα καλύβια…. Μου πιάνεται η αναπνοή, σαν τ’ ακούω αυτά… Σαλεύει ο νους μου, θέλοντας ν’ αναπαραστήσει αυτή τη σκηνή! Μήπως ονειρεύομαι; Μήπως δεν ακούω σωστά;…..
Ακούω κι ένα φτωχό δίστιχο. «Τις Ηπειρώτισσες για δες, στης Πίνδου τα βουνά, πως πολεμάν με πετριές, για την Ελευθέρια»!…
Επάνω σ’ αυτό, ας σας πω τι έλεγε μετά, ένας Ιταλός αξιωματικός στα Γιάννινα, στο σπίτι του γιατρού Λάππα:
«Δεν είχε φοβηθεί το μάτι μου ποτέ, σας βεβαιώνω. Μα σαν είδα γυναίκα, σκαρφαλωμένη στην κορυφή του τρομερού βουνού, να μας κατρακυλάη κοτρώνια και να μας πολυβολή (φαντασία του αυτό) τρόμαξα, ομολογώ, και αφού την πολυβόλησα και την έριξα κάτω (κι αυτό φαντασία του) έσπευσα ν’ απομακρυνθώ» κ.λ.π…… Μετά από λίγο, εκλιπαρώ να μου δοθεί ένα στρατιωτικό άλογο, αφού δεν υπήρχε άλλο μέσον, και προχωρώ.
Φθάνω στη Μπάγια (Κήπους τώρα). Τι βλέπω και κει: Γενικό συναγερμό. Γέρους, γριές, γυναίκες, κορίτσια, αγόρια, παπάδες, όλους ξεσηκωμένους (σύγκληρα όπως λεν εκεί) απ’ τη Μπάγια και τα γύρω χωριά, Σομποτσέλι, Κουκούλι, Καπέσοβο, Βραδέτο κ.λ.π., να φκιάνουν τον κατεστραμμένο και ανασκαμμένο άπό τά αεροπλάνα δρόμο.
Να κόβουν βάτους, να καθαρίζουν πέτρες, να διορθώνουν τα πεσμένα χτίσματα, να στρώνουν χαλίκια, για να γεμίζουν οι λακούβες, να στεριώνουν μια ξύλινη γέφυρα – η Γέφυρα του Κόκκορη ήταν χαλασμένη – που σε μια μόνο μέρα έφκιασε ο Ζαγορίσιος αξιωματικός Γ. Βάντζιος, να δουλεύουν, απ’ τα χαράματα, ως αργά τη νύχτα.
Ψυχή δεν μένει στα χωριά, μου λέει ο Σταθμάρχης της Μπάγιας, Στεφάνου. Όλοι δουλεύουν συνέχεια, για να διορθωθεί ο δρόμος, να περάσουν τ’ αυτοκίνητα πούναι σταματημένα…
Κρατώ μερικά ονόματα. Επιστρέφω το άλογο στη Δοβρά και δανείζομαι άλλο απ’ τον Σταθμάρχη, με την ρητή υπόσχεση να το επιστρέψω κι αυτό σε δυο ώρες, αν και η απόσταση ήταν διπλή. Ευτυχώς ήξερα να ιππεύω από 5 χρονών κι έτσι φεύγω καλπάζοντας.

Φθάνω στο Καπέσοβο, συναντώντας σ’ όλη τη διαδρομή το ίδιο παιδογυναικομάζωμα, τον ίδιο συναγερμό, τον ίδιο ενθουσιασμό. Όλοι να σιάζουν, σαν ειδικευμένοι μαστόροι, το δρόμο, παρά το τσουχτερό κρύο και τη βροχή. Καλύτερα η βροχή, μου λένε, παρά η ξαστεριά με τα’ αεροπλάνα, που μας χασομεράν, γιατί αναγκαζόμαστε, όταν περνάν απάνω μας, να τρυπώνομε στις γκούβες και στα κλαδιά, για να κρυφτούμε. Πρέπει να τελειώσουμε γρήγορα το δρόμο και θέλομε πολύ ακόμα. Ήταν εξ χιλιόμετρα ο κατεστραμμένος δρόμος. Μπαίνω στο Τσεπέλοβο νύχτα. Κι εκεί μεγάλη αναμπουμπούλα. Τα γκαλντερίμια γεμάτα. Όλοι φορτωμένοι νυχτιάτικα, έτοιμοι να ξεκινήσουν για τα φυλάκια. Με βλέπουν, με κυκλώνουν. Τους ρωτώ τί γίνεται. Κι αυτοί δεν ξέρουν καλά – καλά. Μόνον ότι οι Ιταλοί είναι κοντά και τραβάνε, κατά δώθε, προσπαθώντας να σπάσουν τα περάσματα και να διασχίσουν το Ζαγόρι. Με ρωτάνε κι αυτοί με αγωνία, τους λέω μέσες – άκρες, ότι ήξερα, για το Καλπάκι, για τα Γιάννινα. Πάμε σπίτι…. Γειτόνοι, φίλοι, γνωστοί… Κλαίνε, κλαίω, καταλαγιάζαμε. Βγάζω τα βρεγμένα ρούχα. Στρώνουν τραπέζι. Κρέας άφθονο. Σφάζουν, μου λεν, τα ζώα τους (το μοναδικό καζάντιο, για τους περισσότερους), γιατί δεν έχουν με τι να τα θρέψουν. Όλη τη χρονική σοδειά τους, απ’ τό χόρτο, την έχουν δώσει στο Στρατό. Ζητάω λίγο ψωμί. Δεν υπάρχει πουθενά… Το μάζεψαν όλο και τόστειλαν στα φυλάκια, με τις γυναίκες. Η Ιουλία Ζήτη,- με βεβαιώνει, πως όλες αυτές τις μέρες, δεν έβαλε ψωμί στο στόμα της, αυτή και τα κορίτσια της, παρά μόνο φουντούκια, καρύδια και πατάτες… Κι ούτε θα ξαναβάλει. Όσο αλεύρι της απομένει, θα το ζύμωση πάλι και θα το κουβαλήσει, με τα κορίτσια της, φορτωμένα στο Βρυσοχώρι.
Το ίδιο, μου λεν κι οι άλλες γυναίκες, το ίδιο κι ο γέρο Γιάννης Καζαντζής που κουβαλούσε κι αυτός, μ’ ένα σακούλι στην πλάτη και με τον αχαμνόοντά του. Θυμηθήκαμε το 1917 μου λεν, που οι Ιταλοί πάλι, μας είχαν αφήσει χωρίς ψωμί και ζούσαμε με τα φουντούκια, μήνες, χωρίς να πάθωμε τίποτε, θ’ αφήσωμε τώρα τους φαντάρους μας νηστικούς;….. Οι νύχτες είναι μεγάλες. Τα ξύλα άφθονα στο τζάκι. Νοέμβρης κι έχει κάνει ο καθένας τις προμήθειες του. Κρεμιέμαι από το στόμα τους, ν’ ακούσω, ν’ ακούσω κι άλλα, να μάθω, να κατατοπιστώ.
Καλά! Πως πήρατε χαμπάρι του τί γίνεται, ρωτάω, πότε;
Προχθές το βράδυ μου λεν και μου ιστορούν: .
Ήταν μια νύχτα τρομερή. Κρύο τσουχτερό. Σκοτάδι πίσσα. Ησυχία νεκρική στο χωριό. Μόνον στις ψυχές των χωριανών που μείναν -61 άλλοι πήγαν στρατιώτες- φοβερή ανησυχία. Πέφτουν, κουκουλώνονται να λαγοκοιμηθούν, μα που να τους κόλληση ύπνος! Ο εχθρός είναι κοντά… Ξέρουν μεν ότι ο γενναίος μας Στρατός, μάχεται παλικαρίσια και ότι κι οι χωροφύλακες κι οι Σταθμάρχες ακόμα, μαζί και μ’ άλλους, κινητοποιήθηκαν, για να βοηθήσουν. Ο Σταθμάρχης Βωβούσας έκλεισε τελείως το Σταθμό. Πήγε με τους άνδρες του να πολεμήσει…. Μα θ’ αντέξουν εκείνοι, που είναι αποκλεισμένοι, κοντά στο Βρυσοχώρι, χωρίς ενισχύσεις, χωρίς αρκετά πολεμοφόδια, μακριά από αυτοκινητόδρομους, πρόχειρα συγκροτημένοι και αιφνιδιασμένοι, με τέτοιον κακό καιρό, με τόσο δύσκολες συνθήκες;….
Και για να δώσουμε μια ιδέα των συνθηκών αυτών, που οι ντόπιοι ήξεραν, θα σας διαβάσουμε περικοπές, από στρατιωτικές εκθέσεις, που γράφτηκαν πολύ αργότερα…. . Βιβλίον Παπακωνσταντίνου, σελίς 218—219:
Χαρακτηριστική είναι η κατάστασις, εις την οποίαν ευρέθη το απόσπασμα Πίνδου, που εβάστασεν αρχικώς, ολόκληρον το βάρος της εισβολής των Ιταλών, εις την Κεντρικήν ζώνην του Μετώπου.
Συμφώνως με την επίσημον έκθεσιν και την ειδικήν του Διοικητού του συν)χου Δαβάκη, το απόσπασμα Πίνδου, είχε σοβαράς ελλείψεις εις οπλισμόν, ίματισμόν, υπόδυσιν και εφεδρικά πυρομαχικά. Οι όλμοι έστερουντο προωθητικών φυσιγγίων, τα στελέχη ήσαν κατά τα δύο τρίτα έφεδρα και άπειρα. Αί επικοινωνίαι μετά των τμημάτων προκαλύψεως ελειτούργουν διά της μοναδικής γραμμής του Πολιτικού Δικτύου. Όπως αναφέρει ο Διοικητής του τίποτε δεν εστάλη επαρκές. Οπλισμός, κλινοσκεπάσματα, πέταλα, τηλέφωνα, σύρμα, καλώδια, οπτικά, πυρομαχικά, όλα ήσαν ανεπαρκή. Κίνδυνος να μείνουν οι άνδρες νήστεις, λόγω βραδύτητος αφίξεως του λόχου ημιονηγών κ.λ.π….
Και συνεχίζει: .
Στρατιώται ήσαν χωρίς άρβυλα, με εσχισμένας περισκελίδας, ως εβεβαιώθη ο Στρατηγός Πιτσίκας. Το επιτελείο του αποσπάσματος, αποτελείτο εν αρχή από έναν υπολοχαγόν και ένα λοχίαν κ.λ.π.
Ούτε απόσπασμα εθνοφρουράς, (καταλήγει) εάν ήτο το απόσπασμα Πίνδου δεν θα ευρίσκετο εις αυτά τα χάλια!… Και εις αυτά τα χάλια, εκαλείτο ν’ αντιμετώπιση, άνευ εφεδριών, με 6 λόχους, εις μέτωπον 70 χιλιομέτρων, Στρατόν Ευρωπαϊκόν! !…… Ξέρουν επίσης οι χωριανοί ότι και πολλά περάσματα, είναι αφύλαχτα κι επικίνδυνα. Πολλές γέφυρες ανοχύρωτες! Προψές μόλις, κάηκεν, επί τέλους, η Γέφυρα Λαΐστης, ένα γερό πέρασμα των Ιταλών. Ήταν βρεγμένη, μούσκεμα και δεν έπαιρνε φωτιά…. Ώσπου με τα πολλά, ένας Λαϊστινός, ο χτίστης Χαράλαμπος Τσάμης (η χήρα του τώρα πένεται κυριολεκτικά) με 9 τενεκέδες πετρέλαιο, που τους μάζεψαν και κουβάλησαν από διάφορα χωριά 9 γυναίκες, βάζοντας και τα πουκάμισα τους μουσκεμένα με πετρέλαιο για προσάναμα, την έκαψε στη μία, μετά τα μεσάνυχτα. Κι όταν το πρωί οι Ιταλοί, έτοιμοι να τί διαβούν, την είδαν, λάκισαν τρομαγμένοι, φέρνοντας στο στρατηγείο τους την είδηση, πως οι Έλληνες παραμονεύουν κρυμμένοι στα δάση, πως καίνε γέφυρες και βάλλουν από παντού….
Κι εκείνοι που έβαλλαν, ήταν τα… πεύκα, όπως έλεγε ο Καπετάν Περιστέρης!…. . Ξέρουν ότι κι άλλες γέφυρες ανατινάχτηκαν. Του Βρυσοχωρίου, του Παληοσελίου, του Παλαιοχωρίου. Μα…. μένουν κι άλλες πολλές!…. Πάλι, θα διακόψουμε και θα σας πούμε τι λέει ο Βορρές επάνω σε κάτι τέτοιο.
Παπακ. σελίς 230. Βορρές Ε. Ειμαρμένος, ανταποκριτής «Καθημερινής», ασκών εμπιστευτικήν υπηρεσίαν. Αφού διεκτραγωδεί κι αυτός την κατάστασιν αποσπάσματος Πίνδου, γράφει:
Εχρειάσθη ν’ ανατινάξουν απαραιτήτως μίαν γέφυραν. Αλλ’ ατυχώς δεν το επέτυχον. Διότι εχρειάζοντο 200 χειροβομβίδας, τας όποιας… δεν είχον!…
Αυτά σκέπτονταν εκείνο το βράδυ και δεν μπορούσαν να κοιμηθούν…
….Άξαφνα ακούν γκάγκ – γκούγκ, γκάν – γκούν, τις καμπάνες και το σήμαντρο της εκκλησιάς!… Τινάζονται αλαφιασμένοι, απ’ το κρεβάτι, ανοίγουν τα παράθυρα, κι αφουγκράζονται, να ξεδιαλύνουν τις φωνές του Κράχτη, του Κουτσού Δέμκα απ’ το Καμπαναριό.
– Ξυπνηστεεεε, χωριανοίοιοιοι… Τοιμαστήτεεεε γυναίκεεες! Μαζέψτε, όσο ψωμί έχετε, βραστέ πατάτες, κάστανα, φασόλια, πάρτε καρύδια, φουντούκια, κουβέρτες, βελέντζες, άρβυλα όσοι έχετε, πάρτε ότι έχετε και δεν έχετε, μαζέψτε όσα μπορείτε κι ελάτε να πάμε, να προφθάσωμε τα παιδιά μας, τους στρατιώτες μας, που κινδυνεύουν.
Μην αργήσετε!!… Γρήγορα, όσο μπορείτε!!….
Τρέχουν σκουντουφλώντας, με τα δαδιά στα χέρια και μαζεύονται στο μεσοχώρι…. Τι συμβαίνει; Τι μάθατε;…. Πως τα μάθατε;….
Ο γιατρός, ο δάσκαλος, ο παππάς, ο σταθμάρχης, τους εξηγούν: Από ένα αχρηστευμένο τηλέφωνο -τ’ άλλα είχαν επιταχθεί- πούχε συναρμολογήσει ο νεαρός τηλ/της Γιαμαλής (πήρε παράσημο αργότερα) είχαν ακούσει, πριν λίγη στιγμή, τις φωνές του Γίγα, αποκλεισμένου στο Βρυσοχώρι, που προσπαθούσε απεγνωσμένα, να πιάσει τα Γιάννινα και φώναζε στον Γκιγκόπουλο: Γκιγκόπουλε! Γκιγκόπουλε! Γιάννινα! Γιάννινα! Γιάννινα!…. Για όνομα θεού, στείλτε μας, αμέσως, τρόφιμα, ρουχισμό, οπλισμό!… Τα παιδιά ξεπαγιάζουν, πεινούν, δεν αντέχουν άλλο!!
Τα Γιάννινα δεν ακούν, δεν απαντούν, τους λένε. Είναι κομμένα τα σύρματα…. Αλλά κι αν άκουγαν, πως να προλάβουν το κακό, πως να προφθάσουν, αφού οι δρόμοι είναι χαλασμένοι και τ’ αυτοκίνητα δεν περνούν….
Γι’ αυτό, ας τρέξωμε, να προφθάσωμε ήμεϊς, όσο μπορούμε γρηγορότερα….
Ντουντούνιασε το χωριό, απ’ τους καπνούς, σα να καιγόταν σε μια στιγμή. Φούρνοι, τζάκια, γάστροι, μασίνες, φουφούδες, ανάβουν μονομιάς…. .
Πριν ξημερώσει ξεκινούν: Γυναίκες, κορίτσια, αγόρια, γριές και γέροι, φορτωμένοι αυτοί και τα γαϊδουράκια τους, με τρόφιμα και μια κουβέρτα ο καθένας. Βαδίζουν με τη συνοδεία και του υπομοιράρχου Σιαπέρα και των ανδρών του…
Περνούν απ’ το Σκαμνέλι. Ξεσηκώνουν κι από κει τον κόσμο, με τον ίδιο τρόπο, της καμπάνας!… Μαζεύονται, πρόθυμα και κει όλες οι γυναίκες φορτωμένες, μ’ όσα τρόφιμα μπόρεσαν να οικονομήσουν και η πομπή, μεγαλωμένη πια περισσότερο, προχωρεί…..
Σαν φθάνουν στο Βρυσοχώρι, βλέπουν και κει όλες τις γυναίκες, καθώς και από τ’ άλλα γύρω χωριά, Λάϊστα κ.λ.π. ξεσηκωμένε

Οι στράτες συνεχίζονται. Μια συνοδεία φεύγει, άλλη έρχεται… Από δω και πέρα, τα φορτία, βαραίνουν περισσότερο. Έφθασαν τα πολεμοφόδια και πρέπει να κουβαλήσουν και τις κάσσες. Ακόμα να μεταφέρουν και τραυματίες!….
Τρέχουν, τρέχουν και σταματημό δεν έχουν. Ας είναι και βαρυοφορτωμένες, ας παλεύουν και με τις βροχές και τις λάσπες, στους κακόδρομους. Αμ πως; Αυτές θα δειλιάσουν;….
Οι άλλες, που κουβαλούν τα πολυβόλα και τις κάσσες στη Γκαμήλα και στη Γκραμπάλα;….
Το ξανακούω αυτό και ρωτώ κι αυτούς: Είναι αλήθεια λοιπόν αυτό, που μου είπε ο Σιμιτζής, πως σκαρφαλώνουν δεμένες και βαρυοφορτωμένες, σ’ αυτά τα τρομερά κατσάβραχα;…. Αλήθεια είναι, μου λεν. Να, και σήμερα, μάζεψαν τις δικές μας και τις φόρτωσαν τα πολυβόλα μαζί με άλλες, που έφεραν απ’ τη Λάϊστα. και άλλα χωριά, μα δεν ξέρουμε για πού ακριβώς. Φαίνεται πως τα πράγματα ζόρισαν περισσότερο. Οι μάχες φούντωσαν κι απ’ τη ράχη ακούονται πολλά κανόνια. Έφεραν κι άλλο Στρατό. .
Ψες, στη μία, μετά τα μεσάνυχτα, πέρασε από δω ένας Εβραίος αντ/ρχης Φριζής και ζήτησε, επειγόντως κερατζή και μουλάρι για να φύγει αμέσως.
Τον πήγε τρέχοντας, στο Βρυσοχώρι, ο Παναγιώτης Γεροκώστας, με το μουλάρι του στις 2 μετά τα μεσάνυχτα και κάθισε κι αυτός εκεί να βοηθήσει.
Και για την επαλήθευσιν όλων αυτών (για κάποιους δύσπιστους) ας διαβάσουμε πάλι, μεταγενέστερες εκθέσεις: .
Σελίδες Δόξης σελ. 54:
Την μεσημβρίαν της 31ης Όκτωβρίου, η Μεραρχία ειδοποιήθη επειγόντως, ότι τμήμα του τομέως Πίνδου, πιεζόμενον υπό ισχυρότατων εχθρικών δυνάμεων, ηναγκάσθη να συμπτυχθεί κ.λ.π. Δια τον λόγον αυτόν εσπευσμένως εδόθησαν διαταγαί, προς τα δρώντα εις τον ποταμόν Αώον τμήματα της, να συμπτυχθούν νοτίως του Αώου, προς την περιοχήν χωρίου «Βρυσοχώρι» διά να δυνηθούν ν’ αποφράξουν εγκαίρως τας προς Αώον διαβάσεις.
Ταυτοχρόνως να φροντίσουν να έλθουν, εις άμεσον επαφήν, με τάγμα του Β’ Σώματος Στράτου, αποσταλέν εις βοήθειαν της κινδυνευούσης Πίνδου και ευρισκόμενον εις Λάισταν και κάτω.
Τας μεσημβρινάς ώρας το Γεν. Στρατηγείο διεβίβασε κρυπτογραψικήν εμπιστευτικήν διαταγήν, προς Μεραρχίαν, όπως συγκροτήσει, ειδικόν απόσπασμα, εκ του τμήματος Λαΐστης και των τμημάτων Αώου ποταμού, υπό τον ήρωα Ισραηλίτην Μορδοχάην Φριζήν, όντα διοικητήν του προκαλυπτικου τμήματος κ.λ.π.
Υπό της 8ης Μεραρχίας, άμα τη ανάληψη ης Διοικήσεως του αποσπάσματος, υπό του Φριζή, εδόθησαν, εις αυτόν αί διαταγαί: Πάση θυσία δέον να καλυφτεί το αάλυπτον δεξιόν πλευρόν της Μεραρχίας εκ της κατευθύνσεως Ελεύθερον – Βρυσοχώρι, προς Τσεπέλοβον και ‘Ελατοχώρι. Να καταλάβει άνευ χρονοτριβής τα υψώματα, νοτίως της όχθης του Αώου και να φράξει αποτελεσματικώς τας μεταξύ Γκαμήλας και Κουκουρούντζου (ύψους 1835) όρεινάς διαβάσεις κ.λ.π.
…..Ταυτοχρόνως ετέθη υπό τας διαταγάς του Άντ/χου Μορδοχάη Φριζή ένας ουλαμός Πεζικού και ομάς πολυβόλων Τσεπελόβου διά να χρησιμοποιηθούν εις την απόφραξιν των ορεινών και απόκρημνων διαβάσεων Παπίγκου – Άστράκας…. Ακούω ολ’ αυτά δακρυσμένη, κρατώ λίγες βιαστικές σημειώσεις, κρεμιέμαι από το στόμα τους. Θέλω να καθίσω κι άλλο, μα είμαι αναγκασμένη να φύγω το πρωί. .
Και που να βρω μουλάρι; Που όλα τάχουν επιτάξει κι αυτά τα γέρικα, που μείναν, όλα εξηντλημένα απ’ τις στράτες;….
Κουτσά – στραβά, τα καταφέρω να ξεκινήσω… Στο δρόμο, προς το Καπέσοβο, βρίσκω πάλι τις γυναίκες φορτωμένες και μαζί τους τη γνωστή Αργυρή, απ’ το Βραδέτο, 80 χρονών, να βαδίζει, βαρυοφορτωμένη αυτή και το γαϊδουράκι της, προς το Βρυσοχώρι….
Τη χαιρετώ, λέω να τη σταματήσω λίγο, να τη ρωτήσω. Δεν αδειάζω τώρα, μου λέει. Βιάζομαι. “Άλλη φορά, θα στα πω! …Και τρέχει, να προφθάση τις άλλες… Στέκομαι λίγο, τις καμαρώνω και παίρνω κι εγώ το δρόμο μου… Περνώντας απ’ τα Γιάννινα, πριν πάω στα Κατσανοχώρια, λέω στο Γεν. Διοικητή Φιλοσοφόπουλο: Εσείς έχετε το νου σας, μόνο στο Καλπάκι. Να ξέρατε τι γίνεται και στον τόπο μου! Θα ξαναπάω γρήγορα και θα φέρω περισσότερες λεπτομέρειες….
Πάρε και μια φωτογραφική μηχανή, μου λέει….
Εξασφαλίζω, κάπως, καλύτερα τα παιδιά μου και ξαναγυρίζω στο Ζαγόρι. Ο δρόμος σχεδόν τελειωμένος απ’ τις γυναίκες, ως το Καπέσοβο, το τέρμα του αμαξιτού δρόμου και τ’ αυτοκίνητα, αγκομαχώντας, φθάνουν πλέον ως εκεί και ξεφορτώνουν συνέχεια!…. Μα παραπέρα τι γίνεται; Με τι δρόμους θα κουβαληθούν αυτά τα σωριασμένα υλικά; Από που; Από τη Σκάλα του Τσεπελόβου, που, τα μουλάρια ξεγλυστρούν και γκρεμίζονται;….

Κάποιος τον κόβει, απ’ τους μεγάλους: – Όλα κι όλα, γιατρέ, μα να μας λέτε πως οι δρόμοι σας θα χρειαστούν για Εθνικούς σκοπούς….
Εύχομαι, απαντάει ο γιατρός, που σαν ντόπιος ήξερε πρόσωπα και πράγματα, να…. διαψευσθώ… Και να τώρα: Σαν φθάνουν, πλέον, φορτηγά 50—60 την ήμερα, στο Καπέσοβο, σαν σωριάζονται άφθονα τα τρόφιμα και τα πολεμοφόδια εκεί, πως να μεταφερθούν; Πως να κουβαληθούν, όλα αυτά τα φορτία στο Βρυσοχώρι 12—15 ώρες ποδαρόδρομο, σε δρόμους δύσβατους, μέσα στις λακκούβες, στις λάσπες και στις βροχές; Ζώα δεν υπήρχαν. Πως να περάσουν πολυβόλα, πυρομαχικά, στους γκρεμούς, όπου το χιόνι πολλές φορές βαστάει και το καλοκαίρι; Πως να εφοδιαστή το 15ο Σύνταγμα ενώ το πυροβολικό σφυροκοπούσε;….
Πρόβλημα τρομερό!! Πρόβλημα, πού απασχολούσε όλους… Το μεγάλο αυτό πρόβλημα, το έλυσαν οι πλάτες των γυναικών και κοριτσιών του Ζαγορίου, που καθιερώθηκε πλέον επισήμως, ως μόνιμο μεταφορικό μέσον. Οι πλάτες αυτές, που έπρεπε ν’ αποθανατιστούν, έσωσαν την κατάστασιν..
Κουμπούνια, κουμπούνια, πηγαινοέρχονται, φορτωμένες πολεμοφόδια, ασταμάτητα και γυρίζουν, κουβαλώντας τραυματίες δικούς μας, που και πού και Ιταλούς, που παραξενεύονται και μένουν μ’ ανοιχτό το στόμα, σαν βλέπουν όλον αυτόν τον συναγερμό!… .
Να τι έγραψαν μετά, οι στρατιωτικές εκθέσεις (Παπακωνσταντίνου σελ. 62) :
Εξαιρετικαί δυσχέρειαι, γράφει, ο αρχιστράτηγος Παπάγος παρουσιάσθησαν, κατά τας εν Πίνδω επιχειρήσεις, διά τον ανεφοδιασμόν, των εκεί μαχόμενων Ελληνικών δυνάμεων κ.λ.π. Διά τον ανεφοδιασμόν, των μαχόμενων στρατευμάτων, εχρησιμοποιήθησαν έκτακτα μέτρα. Ωργανώθησαν εφοδιοπομπαί εκ χωρικών, γυναικών και παιδιών της περιοχής, αϊ όποΐαι προσήρχοντο, αθρόως μετ’ ενθουσιασμού… Η πρόθυμος και αβίαστος συμμετοχή του άμαχου πληθυσμού της Πίνδου – γερόντων, γυναικών, νεανίδων και παιδιών, εις την υπερτάτην προσπάθειαν, εφοδιασμού των μαχόμενων, είναι μια, από τας πλέον ωραιοτέρας εκδηλώσεις της Εθνικής ανατάσεως, κατά τας δραματικάς αυτάς ημέρας. Οι φάλαγγες των Ελλήνων αυτών, που φορτωμένοι με πυρομαχικά και τρόφιμα, ανερριχώντο τ’ απότομα φαράγγια (υψομέτρου 2000—2500 μ.) ενώ υπό τους πόδας των, έχαινεν η άβυσσος, και κατήρχοντο, τας δύσβατους και δασώδεις χαράδρας της Πίνδου, απετέλεσαν το υποβλητικώτερον και συγκινητικώτερον θέαμα του όλου αγώνος (Παπάγος). Και κάτι σαφέστερον ακόμα.
Πολεμική έκθεσις της 8ης Μεραρχίας του ένδοξου Στρατηγού Κατσιμήτρου, σελ. 140:
Επίσης και διά τον εφοδιασμόν του Αποσπάσματος Φριζή Μορδοχάη Νοτ. του Αώου, διετέθησαν κλιμάκια εξ ιδιωτικών κτηνών, άτινα λίαν προθύμως, παρέσχον οι κάτοικοι, χρησιμεύοντας και αυτοί ως ημιονηγοί. Αι δε γυναίκες της περιοχής Ζαγορίου της Πίνδου, πεφορτωμέναι με βαρύτατα κιβώτια πυρομαχικών, ανερριχήθησαν τας απότομους κλιτείς του ορεινού όρους Γκαμήλας και Πάπιγκου, κομίζουσαι πυρομαχικά εις τους μαχόμενους άνδρας μας. Αυταί είναι αι ηρωικαί γυναίκες της Πίνδου, αι οποίαι, ως άλλαι Σουλιώτισσαι, συνέδραμον εις τον αγώνα και προσέφερον πολύτιμους υπηρεσίας προς την Πατρίδα, η όποια, οφείλει προς αυτάς…. βαθείαν ευγνωμοσύνην (Κατσιμήτρος).
συνεχίζεται…