-Πού πας, στρατιώτη;
-Πάω να πολεμήσω.
-Πας να παλαίψης με λιοπύρια και χιόνια;
-Πάω να προστατέψω το δίκιο και τη λευτεριά.
-Πας να διψάσεις και να πεινάσεις;
-Πάω να φυλάξω το ψωμί των παιδιών.
-Πού πας, στρατιώτη;
-Πάω να πολεμήσω.
-Πας να παλαίψης με λιοπύρια και χιόνια;
-Πάω να προστατέψω το δίκιο και τη λευτεριά.
-Πας να διψάσεις και να πεινάσεις;
-Πάω να φυλάξω το ψωμί των παιδιών.
Το χιόνι έπεφτε ασταμάτητα και ο βοριάς σφύριζε μανιασμένα.
Μέσα σ’ αυτή τη χιονοθύελλα, ένας στρατός προχωρούσε αποφασιστικά… σκαρφάλωνε σ’ απότομες πλαγιές…Κατέβαινε γκρεμούς…βάδιζε ασταμάτητα και κουβαλούσε στη ράχη του μεγάλο φορτίο.
Ένα μικρό φαρμακείο, μια στρατιωτική κουβέρτα, ένα ζευγάρι κάλτσες, μια φανέλα. Αλλά και τ’ όπλο του με την ξιφολόγχη και τα φυσίγγια… Παρ’ όλο το βάρος, το χιόνι και τις λάσπες… συνέχιζε τη δύσκολη πορεία του και μόνο σαν έβρισκε κάποιο χάλασμα, ή
Εὐδοξία Αὐγουστίνου. Φιλόλογος – Θεολόγος
Ἀναμφισβήτητα τό ἔπος τοῦ 1940 ἀνήκει σέ ὅλους τους Ἕλληνες. Ὅλος ὁ λαός μας τότε ἑνωμένος μέ μία ψυχή, χωρίς κανένα δισταγμό, ὄρθωσε τό ἀνάστημά του στόν ὁρμητικό χείμαρρο τοῦ φασισμοῦ καί τοῦ ναζισμοῦ. Ἔτσι, ἀπό αὐτήν τήν τιτάνια μάχη, πού ξεκίνησε τή Δευτέρα 28 Ὀκτωβρίου 1940, δέν θά ἦταν δυνατό νά ἀπουσιάζει ἡ Ἐκκλησία μας, ὁ ρόλος τῆς ὁποίας σήμερα μονίμως ἀγνοεῖται ἤ συστηματικά ἀποσιωπᾶται. Καί, ὅπως πάντοτε, ἔτσι καί τό 1940 ἔσπευσε νά καταγράψει μέ πράξεις ἡρωισμοῦ καί ἀντίστασης τήν ἀπροσκύνητη θέλησή της καί νά φανεῖ ἄλλη μία φορά ὁ φύλακας ἄγγελος τοῦ πονεμένου λαοῦ καί ὁ θύλακας τῆς σωτηρίας του.
(Το κείμενο προέρχεται από το περιοδικό Προς τη Νίκη και είναι κατάλληλο και για παιδιά)
«Δέν ὑπῆρχαν ἥρωες, ἄνθρωποι ἁπλοί ἦταν κι αὐτοί σάν κι ἐμᾶς…». Ἄν καί δέν ἦταν ἡ πρώτη φορά πού ὁ καθηγητής μας παρουσίαζε περίεργες ἀπόψεις γιά ἱστορικά γεγονότα καί πρόσωπα καί μολονότι ὁ λόγος του φάνηκε ἀβάσιμος κι ἀναπόδεικτος, σφηνώθηκε στό νοῦ μου κι ἔγινε ἐρώτημα πού ἐπίμονα ζητοῦσε ἀπάντηση:
Ὑπῆρχαν ἥρωες στήν Ἑλλάδα τοῦ 1940;
Ἀποφάσισα νά καταφύγω στόν παππού. Τότε, στόν πόλεμο, ἦταν 15χρονο παιδί καί σίγουρα ἤξερε νά μοῦ πεῖ. Ὁ γέροντας