από το μοναδικό βιβλίο: “Γυναίκες του ΄21- προσφορές, ηρωισμοί και θυσίες”, της Κούλας Ξηραδάκη (το βιβλίο κυκλοφορούσε από τις εκδόσεις Δωδώνη και είναι εξαντλημένο)
το 1ο μέρος του κεφαλαίου: κλικ ΕΔΩ
Όπως κι αν έχουν τα πράγματα γεγονός είναι πως οι Σουλιώτες είχαν εγκαταστήσει στην Ήπειρο κράτος εν κράτει. Άρπαζαν, φορολογούσαν. Ο Αλή πασάς προκειμένου να οργανώσει το πασαλίκι του κατά πως εκείνος νόμιζε, δεν ήταν δυνατόν να τους ανεχθεί. Επρεπε να τους εξοντώσει.
Αλή πασάς! Ένα αμφιλεγόμενο και πολυσυζητημένο πρόσωπο, που έπαιξε σημαντικό ρόλο κατά τα τελευταία προεπαναστατικά χρόνια. Ένας αγράμματος, γαλουχημένος από μια μάνα αιμοβόρα κι εκδικητική, ληστής στα νιάτα του με πλούσια δράση, δεσποτικός, ραδιούργος, μηχανορράφος, αγνώμονας προς τους ευεργέτες του, φιλοχρήματος, ακόλαστος, πολυμήχανος, παμπόνηρος, αλλά και ικανός πολιτικός και διπλωμάτης, με οργανωτικό μυαλό, ανεξίθρησκος, του άρεσε η μουσική και κολακεύονταν να φιλοξενεί πνευματικούς ανθρώπους στο σεράι του.
Ο Αλή πασάς ανέλαβε το πασαλίκι των Γιαννίνων το 1788 κι έβαλε πρώτο του στόχο να εξοντώσει τους Σουλιώτες. Είχε υπόψη του βέβαια προηγούμενες απόπειρες προκατόχων του που είχαν αποτύχει. Να επιχειρήσει ακόμα μια φορά να τους κυνηγήσει στο κρησφύγετο τους, ήταν αδύνατον. Δεν του έμενε παρά ο δόλος. Να τους εξαπατήσει, να τους βγάλει απ’ τις αετοφωλιές τους κι απέ να τους τσακίσει.
Από τις αρχές του 1792 μάζεψε στρατό κάπου 15 χιλ. Αλβανούς και διέδωσε πως θα τραβήξει κατά το Δέλβινο και Αργυρόκαστρο. Ταυτόχρονα έστειλε μια επιστολή προς τους Σουλιώτες γραμμένη με τα κολακευτικότερα λόγια.:
Φίλοι μου, Καπετάν Μπότσαρη και καπετάν Τζαβέλλα, Εγώ οΑλή πασάς σας χαιρετώ και σας φιλώ τα μάτια.
Επειδή εγώ ξέρω πολλά καλά την ανόραγαθία σας και την παλληκαριά σας μου φαίνεται να έχω μεγάλην χρείαν από λόγου σας. Λοιπόν μην κάνετε αλλέως, αλλά ευθύς, όπου λάβετε την γραφή μου να έρθετε να με εύρετε δια να πάγω να πολεμήσω τους εχθρούς μου · τούτη είναι η ώρα και ο καιρός όπου έχω χρείαν από λόγου σας και μένω να ιδώ την φιλίαν σας. Ο λούφες θέλει είναι διπλός απ’ όσον δίνω εις τους Αρβανίτες, διότι και η παλληκαριά σας ξέρω πως είναι μεγαλύτερη από τη εδική τους. Λοιπόν εγώ δεν πηγαίνω να πολεμήσω πριν να έρθετε σεις και σας καρτερώ ογλήγορα να έρθετε.
Ταύτα και σας χαιρετώ
Η επιστολή του Αλή διαβάστηκε στο συμβούλιο και παρ’ όλο που δεν κατάλαβαν το δόλο, την παγίδα που τους έστηνε, θεώρησαν σκόπιμο να στείλουν μόνο μια μικρή δύναμη από εβδομήντα άντρες μ’ επικεφαλής τον Λάμπρο Τζαβέλλα, που είχε μαζί του τον νεαρό γιο του Φώτο. Ο Αλής τους δέχτηκε και διέταξε αμέσως τις δυνάμεις του να τραβήξουν προς το Αργυρόκαστρο. Στο δρόμο στάθμευσαν. Εκεί ο Αλής ζήτησε να κάνουν διάφορες αθλοπαιδιές. Και κάλεσε και τους Σουλιώτες να πάρουν μέρος, που φημίζονταν γι’ αυτά. Οι Σουλιώτες ανύποπτοι, άφησαν τ’ άρματα κάτω και άρχισαν ν’ αγωνίζονται. Τότε άντρες του Αλή κατά διαταγήν του, τους έπιασαν και τους έδεσαν και τους οδήγησαν στα Γιάννενα εκτός από τον Λάμπρο Τζαβέλλα. Ενώ έδωσε εντολή στο στράτευμα ν’ αλλάξει πορεία και να στραφεί κατά του Σουλίου για να πιάσει τους Σουλιώτες εξ’ απρόοπτου. Αλλά αυτοί είχαν έγκαιρα ειδοποιηθεί. Ένας απ’ τους εβδομήντα το ‘σκασε, έπεσε στο ποτάμι και κολυμπώντας κατόρθωσε να φτάσει στο Σούλι. Όλοι οι Σουλιώτες ‘τοιμάστηκαν. Μετακόμισαν με τα ζώα τους και τις ζωοτροφές προς ψηλότερα σημεία προς την κοιλάδα της Μπίρας όπου υπήρχαν σπηλιές και τρεχούμενο νερό. Ο Μπότσαρης διέταξε τους άντρες να πιάσουν διάφορα σημεία και στους οχυρούς πύργους της Κιάφας. Τις δε γυναίκες όσες έφεραν όπλα, τις τοποθέτησαν στα υψώματα πάνω από την Κιάφα. Όλα ετοιμάστηκαν ταχύτατα και περίμεναν τον εχθρό.
Όταν έφτασε ο Αλής στο Επταχώρι, το χαμηλότερο χωριό του Σουλίου, το βρήκε έρημο και μόνο οι σκύλοι είχαν μείνει για να ειδοποιηθούνε με τα γαυγίσματά τους την άφιξη του Αλή. Πράγματι μόλις έφτασαν, τα σκυλιά άρχισαν να γαυγίζουν και να χυμούν κατ’ απάνω τους. Έτσι τα σκυλιά ανέτρεψαν πολλούς ιππείς λέει ο Αλής. Τέλος οι δυνάμεις του προχώρησαν. Εκεί δέχτηκαν καταιγισμό πυρών. Έκπληκτος ο Αλής και εξοργισμένος διέταξε να του φέρουν μπροστά του δεμένο τον Λάμπρο Τζαβέλλα.
– Η ζωή σου και η ζωή του παιδιού σου είναι στα χέρια μου,του είπε. Αν μου παραδώσεις σήμερα το Σούλι, θα σας χαρίσωτη ζωή και θα σου δώσω χρήματα και δόξα, αλλιώς θα σας ψήσω ζωντανούς.
– Ορισμό σου πασά μου, απαντάει ατάραχος ο Λ. Τζαβέλλας. Αλλ’ ενόσω είμαι δέσμιος, μην περιμένεις να πάρεις το Σούλι. Αν όμως μ’ αφήσεις και πάω απάνω κάτι μπορεί να γίνει.
– Και πώς να σε πιστέψω ότι δεν θα με γελάσεις;
– Έχεις στα χέρια σου το παιδί μου.
Ανυπόμονος να γίνει το συντομότερο κύριος του Σουλίου ο Λλής τον άφησε. Πήγε απάνω στο Σούλι ο Τζαβέλλας κι αφού ιστόρησε ό,τι είχε συμβεί λέει: Εμπρός στα όπλα μικροί και μεγάλοι, άντρες και γυναίκες.»
-Αλλά ο Φώτος είναι στα χέρια του εχθρού, είπε ένας αρχηγός φάρας.
– Δεν είναι καιρός να σκεφτούμε το παιδί μου, αλλά την πατρίδα, λέει ο Λάμπρος.
Η δε ηρωική Μόσχω η μάνα του Φώτου είπε:
«Το παιδί μου είναι παιδί του Σουλίου, αν χαθεί το Σούλι, ας χαθεί και το παιδί μου κι εγώ η ίδια».
Ο Λάμπρος Τζαβέλλας έστειλε γράμμα στον Αλή και του γράφει:
Αλή Πασά,
Χαίρομαι πον γέλασα ένα δόλιο. Είμαι δω για να διαφεντέψω την πατρίδα μου εναντίον σ’ ένα κλέφτη σαν και σένα. Ο γιος μου θα πεθάνει, εγώ όμως θα τον εκδικηθώ πριν πεθάνω. Κάποιοι Τούρκοι σαν και σένα θα πουν πως είμαι άσπλαχνος πατέρας, με το να θυσιάσω τον γιο μου για τον δικό μου λυτρωμό. Αποκρίνομαι ότι αν εσύ πάρεις το βουνό, θέλεις σκοτώσει και τον γιο μου και το επίλοιπο της φαμελιάς μου και τους συμπατριώτες μου· τότε δεν θα μπορέσω να εκδικηθώ το θάνατο τους. αμή και νικήσουμε, θέλει έχω κι άλλα παιδιά, η γυναίκα μου είναι νέα. Αν ο γιος μου νέος καθώς είναι, δεν μείνει ευχαριστημένος να πεθάνει για την πατρίδα του, αυτός δεν είναι άξιος να ζήσει και να λέγεται γιος μου. Έτσι. Προχώρησε λοιπόν άπιστε. Είμαι ανυπόμονος να εκδικηθώ, να σου πιω το αίμα. Εγώ ο ορκισμένος εχθρός σου.
Καπετάν Λάμπρος Τζαβέλλας
Ο Αλή πασάς μόλις το ‘λαβε σκύλιασε. Ήθελε νά σκοτώσει τον Φώτο αλλά οι συμβουλάτορες του συνέστησαν ψυχραιμία. Ν’ αφήσει τη δολοφονία του Φώτου για ευθετότερο χρόνο.
Ο Αλή ς είχε στρατοπεδεύσει στους πρόποδες. Μόλις πήρε την απάντηση του Τζαβέλλα προχώρησε. Οι Σουλιώτες έκαναν πίσω για να φέρουν τον εχθρό στο σημείο που ήθελαν εκείνοι, στην Κιάφα. Ήταν 20 Ιουλίου 1792. Οι Σουλιώτες οχυρωμένοι πίσω απ’ τους βράχους πυροβολούσαν επί τέσσερις ώρες. Από τον υπερβολικό όμως καύσωνα και τους ακατάπαυστους πυροβολισμούς τα όπλα στόμωσαν και έγινε μια μικρή ανακωχή ανάμεσα στους αντιμαχόμενους.
.
τις εικόνες αντλήσαμε από την ιστοσελίδα :Αγια- Σοφιά
.
αντιγραφή κειμένου και επιμέλεια ανάρτησης: ιστολόγιο “Αντέχουμε…”
.