Ἡ καλοκαιρινὴ ζέστη ἤρχισεν. Ὁ Ἱούνιος ἔφθασε προ δύο ἑβδομάδων. Ὅλοι εἰς τὸ σχολεῖον εἶχον ἀδιακόπως εἰς τὸ στόμα τὴν λέξιν διακοπαί. Ὅλοι εἶχον κουρασθῆ πλέον.
Σῆμερον ἦτο τὸ τελευταῖον μάθημα. Ὅλοι οἱ μαθηταὶ εἶχον τὸν πόθον νὰ προβιβασθοῦν εἰς τὴν ἄλλην τάξιν. Διὰ τελευταίαν φορὰν ἐδιδάσκοντο εἰς τὴν αἴθουσαν αὐτήν.
Ἡ ἀνωτέρα τάξις θὰ ἔφευγε διὰ παντὸς ἀπὸ τὸ σχολεῖον αὐτό. Οἱ μαθηταί της ἔζησαν τόσα ἔτη ἐδῶ μέσα. Ἡ ζωή των συνεδέθη μὲ κάθε θέσιν, μὲ κάθε γωνίτσαν τοῦ σχολείου.
Ὁλόκληρα ἔτη ἔζησαν ἐδῶ. Ὁ διδάσκαλός των ἔγινε πλέον δεύτερος πατήρ. Καὶ αυτοὶ ἦσαν ἀληθινοὶ ἀδελφοὶ μεταξύ των˙ ἀδελφοὶ εἰς τὴν λύπην, ἀδελφοὶ εἰς τὴν χαράν.