Κάποτε ὁ κόσμος γιόρταζε Χριστούγεννα!
Κάποτε!
Τότε ποὺ εἶχε ἡ ζωὴ σκοπό, καὶ νόημα ὁ ἀγώνας.
Τότε ποὺ οἱ Χριστιανοὶ λαχταροῦσαν τὰ Χριστούγεννα, ἑτοιμάζονταν γιὰ τὰ Χριστούγεννα: Νήστευαν τὴ Σαρακοστή, προσεύχονταν, ἐξομολογοῦνταν, πρόσμεναν…
Τότε ποὺ ἡ δασκάλα, ὁ δάσκαλος κρεμοῦσαν ἀπ᾿ τὰ χείλη τους τὰ μάτια τῶν παιδιῶν καὶ στάλαζαν μὲς στὴν ψυχὴ τὸ ὄνειρο: Νά ᾿μουν κι ἐγὼ ἐκεῖ· νά ᾿μουν ἐκεῖ, στὴ Βηθλεέμ, στὸ στάβλο· «νά ᾿μουν τοῦ στάβλου ἕνʼ ἄχυρο…»!
Τότε ποὺ τὰ παιδιὰ ἦταν παιδιὰ καὶ μελωδοῦσαν μὲ τοὺς βοσκοὺς τὰ κάλαντα μὲς στὴ νυχτιὰ καὶ περπατοῦσαν δρόμους καὶ στενὰ πάνω στῶν Μάγων τ᾿ ἄλογα.