Από το ημερολόγιο της Ιωάννας Τσάτσου
Γέμισε το γραφείο απελπισμένους. Γυναίκες που ολοφύρονταν, γυναίκες που έκλαιγαν σιωπηλά, και άντρες που στέκονταν αμίλητοι σαν αγάλματα. Έχουν κάνει το πρωί εκτελέσεις.
Ένας πατέρας μου πήρε το χέρι και μου εμπιστευόταν, χωρίς ειρμό, με μιαν έκφραση αλλόκοτης γλύκας:
“Κρυβόμουνα πίσω απ’ τη μάντρα και τον καμάρωνα να πηγαίνει το πρωί στη δουλειά του.
Είχε ένα ωραίο μαλακό μπεζ πανωφόρι σταυρωτό, ανοιχτό από πίσω και κίτρινα γάντια, σαν αληθινός κύριος.
Δεῖτε τὸ πρωτότυπο 189 ἀκόμα λέξεις