Τοῦ Δημητράκη τοῦ χάρισαν στὴ γιορτή του ἕνα πηλήκιο μὲ χρυσὰ γαλόνια.
Τρεῖς μικροὶ συμμαθητές του ἦρθαν νὰ τοῦ ποῦν χρόνια πολλὰ καὶ νὰ παίξουν. Ὁ Δημητράκης γεμάτος χαρὰ ἔδειξε στοὺς φίλους του τὸ πηλήκιο καὶ εἶπε:
– Κοιτᾶτε τί μοῦ χάρισε ὁ πατέρας γιὰ τὴ γιορτή μου! Δὲν εἶναι σὰ στρατιωτικό;
– Τί ὡραῖο ποὺ εἶναι! Φώναξε ὁ Κωστάκης. Εἶναι σὰν αὐτὰ ποὺ φοροῦν οἱ άξιωματικοί!
– Ξέρετε τί νὰ κάμωμε; εἶπε ὁ Περικλῆς, ποὺ ὅλο ἰδέες γιὰ παιχνίδια κατέβαζε τὸ κεφαλάκι του. Νὰ κάνωμε πὼς εἴμαστε στρατός. Καὶ σύ, Δημητράκη, νὰ γίνης λοχαγός μας, ἀφοῦ εἶναι ἡ γιορτή σου σήμερα κι ἔχεις καὶ τὸ χρυσὸ πηλήκιο.
– Κι ἐγὼ νὰ κρατῶ τὴ σημαία! Φώναξε ὁ Γιῶργος, ποὺ ἤθελε κι αὐτὸς νάχη τὰ πρωτεῖα.
– Νά, πάρ’ την κιόλας! Εἶπε ὁ Δημητράκης.