Νικολάου Κατσιαβριᾶ
Ἡ μητέρα μου εἶναι 80 ἐτῶν. Εἶναι Σαρακατσιάνα καὶ γεννήθηκε σὲ καταυλισμό, ὅπου ζοῦσαν ὡς νομάδες οἱ γονεῖς της στὴν ὕπαιθρο. Ἡ σύζυγός μου λίγο πρὶν ἀπὸ τὰ 50, κορίτσι ποὺ γεννήθηκε σὲ θεσσαλικὸ χωριὸ καὶ μεγάλωσε στὴν πόλη, εἶναι δασκάλα. Τὸ καλοκαίρι τοῦ 2013 βρεθήκαμε σὲ ἕνα ἐξοχικὸ στὸ Βελεστῖνο. Ἡ Μαρία εἶχε στὰ χέρια της ἕναν πλαστικὸ κουβά, ὁ ὁποῖος στὰ ἐσωτερικά του τοιχώματα εἶχε πιάσει γλίτσα. Συνήθως πήγαινε στὸ σπίτι, ἔπαιρνε ἕνα σφουγγαράκι καὶ ἀπορρυπαντικὸ καὶ τὸν καθάριζε. Ἔχοντας τὴ μητέρα μου δίπλα της τὴν ἐρώτησε:
-Ἐσεῖς στὰ βουνὰ πῶς τὰ καθαρίζατε αὐτά;
-Τὰ τρίβαμε μὲ ἕνα φύλλο συκιᾶς, ἀπάντησε ἡ μητέρα μου, δείχνοντας τὸ παρακείμενο δένδρο.
Ἡ Μαρία πῆρε ἕνα φύλλο ἀπὸ τὴ συκιά, ἔβαλε λίγο νερὸ στὸν κουβὰ καὶ ἄρχισε νὰ τρίβει τὸ ἐσωτερικό του. Τὰ ἀποτελέσματα ἦταν ἐκπληκτικά. Τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ κουβᾶ ἔλαμψε, σταμάτησε νὰ μυρίζει καὶ τὰ χέρια της μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ἦταν πεντακάθαρα!