-Πού πας, στρατιώτη;
-Πάω να πολεμήσω.
-Πας να παλαίψης με λιοπύρια και χιόνια;
-Πάω να προστατέψω το δίκιο και τη λευτεριά.
-Πας να διψάσεις και να πεινάσεις;
-Πάω να φυλάξω το ψωμί των παιδιών.
-Πού πας, στρατιώτη;
-Πάω να πολεμήσω.
-Πας να παλαίψης με λιοπύρια και χιόνια;
-Πάω να προστατέψω το δίκιο και τη λευτεριά.
-Πας να διψάσεις και να πεινάσεις;
-Πάω να φυλάξω το ψωμί των παιδιών.
.
ΠΡΟΣΕΥΧΗ
.
Κύριε Ιησού Χριστέ, που αγαπάς τόσο πολύ όλα τά παιδιά τον κόσμου, Σε παρακάνουμε άκουσε την προσευχή μας:
Δέξου τις ευχαριστίες μας, γιατί γεννηθήκαμε από Χριστιανούς γονείς και είμαστε Έλληνες και γιατί έστειλες κοντά μας, εκτός απ’ τους γονείς μας, ανθρώπους πού μας αγαπούν και μας φροντίζουν.
Υπάρχει ένα πνεύμα χλιαρό, καθόλου ανδρισμός. Χαλάσαμε τελείως! Πώς μας ανέχεται ό Θεός!
Παλιά τι αξιοπρέπεια υπήρχε! Τι φιλότιμο! Στον πόλεμο τού ’40, στα σύνορα, οι Ιταλοί είχαν πότε-πότε κάποια επικοινωνία με τους Έλληνες φρουρούς και έκαναν καμμιά επίσκεψη στο ελληνικό φυλάκιο. Και να δείτε τι φιλότιμο οι Έλληνες!
Τέτοιες μέρες μας συγκινούν ιστορίες βγαλμένες απ’ τις γραμμές του πολέμου. Και τις καταναλώνουμε αχόρταγα, καμαρώνοντας τη λεβεντιά εκείνων που πολέμησαν τότε. Κι όλο ευχόμαστε να σβήσει η φωτιά του πολέμου απ’ όλα τα πλάτη της γης.
Μα είναι πόλεμος και Πόλεμος … Κι αν εξορκίζουμε τον πρώτο, ας αγκαλιάσουμε τον δεύτερο. Αυτόν που διεξάγεται με κεκλιμένα τα γόνατα και τα χέρια υψωμένα …
Τα περιστατικά προέρχονται από τις διηγήσεις του αγίου Παϊσίου και συμπεριλαμβάνονται στον τόμο «Περί προσευχής» (Λόγοι Στ’)
π. Δημητρίου Μπόκου
Ὁ προκεχωρημένος λόχος εἶχε στρατοπεδεύσει σὲ μιὰ ψηλὴ ἀπόμερη πλαγιά. Ὁ π. Ἀλέξιος, στρατιωτικὸς ἱερέας, θέλησε νὰ συμπαρασταθεῖ στοὺς στρατιῶτες καὶ νὰ τοὺς προετοιμάσει. Τὸ χιόνι ἔπεφτε πυκνό. Στὰ δυὸ μέτρα δὲν ξεχώριζες ἄνθρωπο.
– Ποῦ θὰ πᾶς, παπούλη; Θὰ χαθεῖς μὲς στὰ χιόνια, εἶπε ὁ συνταγματάρχης.
– Ἔχω τὴν Παναγιὰ μαζί μου, ἀπάντησε ὁ ἱερέας καὶ ἔβγαλε ἀπὸ τὴν τσέπη του μιὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας. Αὔριο τὰ παιδιὰ θὰ ριχτοῦν στὴ μάχη. Πρέπει νὰ πάω.
Μέσα ἀπὸ δύσβατα μονοπάτια κατάφερε κάποτε νὰ φτάσει. Οἱ στρατιῶτες καὶ ὁ λοχαγὸς ἐνθουσιάστηκαν μὲ τὴν ἄφιξή του καὶ θαύμασαν τὴν πίστη του. Στὴν ἀπορία τους πῶς τὰ κατάφερε, τοὺς εἶπε:
– Ἡ Παναγία μὲ προστάτευσε.