π. Δ η μ η τ ρ ί ο υ Μ π ό κ ο υ
Ὁ πατριάρχης Ἰακὼβ συναισθανόμενος τὸ τέλος του κάλεσε κοντά του τοὺς δώδεκα γιούς του. «Συναχθῆτε γύρω μου, εἶπε, γιὰ νὰ σᾶς ἀναγγείλω τί πρόκειται νὰ σᾶς συμβεῖ μέχρι τὸ τέλος τοῦ κόσμου». Ἀφοῦ συγκεντρώθηκαν ὅλοι, ἄρχισε ἀπὸ τὸν μεγαλύτερο, τὸν Ρουβήν, νὰ τοὺς εὐλογεῖ καὶ νὰ προφητεύει μὲ τὸν φωτισμὸ τοῦ Θεοῦ τὰ μέλλοντα.
Ἰδιαίτερη εὐλογία ἔδωσε στὸν τέταρτο γιό του, τὸν Ἰούδα: «Ἰούδα, θὰ σὲ ὑμνήσουν οἱ ἀδελφοί σου. Ἡ δύναμή σου θὰ εἶναι ἰσχυρὴ πάνω στοὺς ἐχθρούς σου. Οἱ ἀπόγονοι τοῦ πατέρα σου θὰ σὲ προσκυνήσουν. Εἶσαι σκύμνος λέοντα (νεαρὸ λιοντάρι), Ἰούδα. Ἀπὸ βλαστὸ φύτρωσες, γιέ μου. Ξάπλωσες καὶ κοιμήθηκες ὅπως κοιμᾶται ὁ λέοντας καὶ ὁ σκύμνος. Ποιὸς τολμάει νὰ τὸν πλησιάσει γιὰ νὰ τὸν ξυπνήσει; Δὲν θὰ λείψει ἄρχοντας ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα καὶ ἀρχηγὸς ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους του, ὥσπου νὰ ἔλθει ἐκεῖνος στὸν ὁποῖο ἀπόκεινται (ὅλες) οἱ ἐξουσίες καὶ αὐτὸς θὰ εἶναι ἡ προσδοκία τῶν ἐθνῶν» (Γεν. 49, 1-10).