Η Ζωοδόχος Πηγή, στο Μπαλουκλί της Κωνσταντινούπολης (το ιστορικό του αγιάσματος)

Τότε όμως, άκουσε μια γυναικεία φωνή να του λέει: «Ου χρεών σε, Λέων, αγωνιάν, το γαρ ύδωρ εγγύς», δηλαδή, «Δεν χρειάζεται Λέων να αγωνιάς, να άγχεσαι, να στεναχωριέσαι, το νερό είναι δίπλα σου». Και πάλι ακούει τη φωνή την άγνωστη να τον προστάζει: «Λέων βασιλιά, πάρε απ΄ το νερό αυτό και δώσε να πιει να ξεδιψάσει ο τυφλός άνθρωπος και κάτι ακόμα, άλειψε μ΄ αυτό τα μάτια του και αμέσως θα καταλάβεις ποια είμαι εγώ που σου μιλώ».

Συνέχεια ΕΔΩ

Η αγία Αλεξάνδρα η βασίλισσα, η σύζυγος του διώκτη Διοκλητιανού

η μνήμη της τιμάται στις 21 Απριλίου

 

Τό ὄνομα Ἀλεξάνδρα εἶναι σύνηθες στόν ἑλληνορωμαϊκό κόσμο. Πλῆθος ἀπό βασίλισσες καί πριγκίπισσες τό ἔφεραν κατά καιρούς. Μεταξύ αὐτῶν καί μία ἁγία.
Ἡ ἁγία Ἀλεξάνδρα δέν ἀπασχόλησε τούς κοσμικούς ἱστορικούς. Ἦταν βέβαια καί αὐτή, κατά μίαν ἔννοια, βασίλισσα, ὡς μία ἀπό τίς συζύγους τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ. Δέν εἶχε ὅμως νά ἐπιδείξει κάτι ἀπό ἐκεῖνα πού ἕλκουν τήν προσοχή τῶν ἱστορικῶν τοῦ κόσμου. Οὔτε σέ ραδιουργίες τῆς αὐλῆς ἀναμείχθηκε οὔτε μέ τή ζωή της προκαλοῦσε. Καί θά παρέμενε τελικά ἄγνωστη, ἄν δέν ἐπέλεγε τό τέλος της!

Συνέχεια  ΕΔΩ

.

(η αγιογραφία από την Εικονία)

 

 

ΤΟ ΑΓΙΟΚΕΡΙ ΤΗΣ ΛΑΜΠΡΗΣ

 

Αποτέλεσμα εικόνας για το αγιοκερι της λαμπρης

π. Δημητρίου Μπόκου

Τραντάχτηκαν συθέμελα τὰ ψηλὰ βουνὰ ἀπὸ τὸ ξαφνικὸ μπουμπουνητό. Σὰν ἀπὸ στόματα μυριάδων κανονιῶν ἡ τρομερὴ βροντὴ ξεχύθηκε ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ οὐρανοῦ, χτύπησε πάνω στὸ γυμνὸ καύκαλο τῆς ψηλότερης βουνοκορφῆς, κατρακύλησε σὰν ὕπουλο ἑρπετὸ στὴ σκιερὴ ρεματιά, κόχλασε ὑπόκωφα στὶς χαμηλὲς λοφοσειρές, σκαρφάλωσε σὰν αἴλουρος στὴν ἁπλωτὴ ράχη τῆς ὀροσειρᾶς, χύθηκε σὰν τὸ γεράκι στ’ ἀνοιχτὸ διάσελο, χαμήλωσε, ξεθύμανε, ἔσβησε…

Ὁ ἥλιος σκοτείνιασε ξαφνικά. Τὸ μαγιάτικο δειλινὸ χάθηκε αὐτοστιγμεί. Πυκνὰ μαῦρα σύννεφα σκέπασαν τὸ φωτεινὸ γαλάζιο τοῦ ἄπειρου, ἔριξαν στὴ γῆ τὴ βαρειά τους σκιά. Δυνατὸς ἀνεμοστρόβιλος, πρόδρομος καταιγίδας, σάρωσε κοιλάδες καὶ πλαγιές. Μιὰ δεύτερη βροντὴ ἀκολούθησε κατὰ πόδι τὴν πρώτη καὶ οἱ καταρράκτες τοῦ οὐρανοῦ ἄνοιξαν στὸ λεπτό. Ἡ ξαφνικὴ νεροποντὴ συνεπῆρε τὰ πάντα. Ἄνθρωποι καὶ ζῶα, σκορπισμένοι στὸ ὕπαιθρο, ὥσπου νὰ στρέψουν ἀπορημένοι τὰ κεφάλια τους, βρέθηκαν ἐντελῶς ἀκάλυπτοι κάτω στὸ ἀνελέητο, ἀπρόσμενο μαστίγωμά της. Πῶς ξέσπασε ξαφνικὰ τέτοιο κακό;

Ἦταν στὰ μέσα τοῦ Μάη κι ὁ κόσμος τοῦ μικροῦ χωριοῦ, ξωμάχοι ἄνθρωποι, βρίσκονταν ὅλοι στὰ χωράφια. Τὸ Πάσχα ἦρθε κι ἔφυγε μὲς στὴ χαρά, ἔσμιξαν ὅλοι ξανὰ καὶ γιόρτασαν μὲ τὰ ξενάκια τους, γέμισαν οἱ καρδιὲς ἀπ’ τὴν περίσσια εὐφροσύνη τῆς Λαμπρῆς. Τὸ ἔαρ τῶν ψυχῶν συνδυάστηκε τέλεια μὲ τὸ ἔαρ τῆς φύσης. Ἕνας θαυμάσιος καιρὸς συντρόφευε ὅλες τὶς μέρες τὴν ἀναστάσιμη χαρά τους. Ἐνθουσιασμένα ἰδιαίτερα τὰ παιδιὰ τίμησαν μὲ τὸ παραπάνω τὸν ὑπέροχο συνδυασμό.

 

Συνέχεια