Το χέρι μου έτρεμε, καθώς έσφιγγα τρομαγμένη την άκρη απ’ τη φούστα της μητέρας μου. Εκείνη κοιτούσε από τη χαραμάδα της πόρτας.
Η αδελφή μου, η Σοφία, γονατισμένη μπροστά στη μπαλκονόπορτα, μισή μέσα, μισή έξω από το μπαλκόνι, παρακολουθούσε κατάχλωμη τον άλλο δρόμο.
-Μητέρα, φαίνονται καπνοί και φωτιές στο βάθος, είπε σιγανά. Την κοίταξα. Η φωνή της ήταν αγνώριστη. Έκλαιγε κι έτρεμε κι αυτή από το φόβο της.
-Παναΐα μου Μπαλουκλιώτισσα, βοήθα, βοήθα! μουρμούρισε η μητέρα μου και έτρεξε κατά το μπαλκόνι.
Τὸ παρὸν ἀναδημοσιεύθηκε στὸ Macedonian Ancestry.
Μοῦ ἀρέσειΜοῦ ἀρέσει