(από το Απομνημονεύματα του Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη)
“Μόλις έμαθα το τραγικό γεγονός (δηλ. τον θάνατο του Παύλου Μελά) ειδοποίησα αμέσως τους αιχμαλώτους στη φυλακή να κρατήσουν μυστικό το όνομα του αρχηγού των με την ιδέα ότι θα έμενε κρυφός ο θάνατος του Μελά. Και συγχρόνως έστειλα ένα νέο Δίνε από τη Στάτιστα να πάη και να μεταφέρη στην Καστοριά αντί γενναίας αμοιβής το σώμα του Μελά για να το θάψω. Αλλά τηλεγραφικώς είχε ειδοποιηθή από το Προξενείο το Υπουργείο και η οικογένεια Μελά για το φρικτό δυστύχημα και ο κόσμος στην Αθήνα ήταν ανάστατος.
Η τουρκική κυβέρνησις έμαθε από τηλεγραφήματα από τας Αθήνας ότι έπεσε ο Μελάς, ο γαμπρός του Δραγούμη (είχε γίνει μεγάλος θόρυβος στον τύπο) και διέταξε τηλεγραφικώς τις αρχές να εξετάσουν καλύτερα τα συμβάντα και να ανακαλύψουν το σώμα του σκοτωμένου. Μυρμηκιά στρατού έφτασε στη Στάτιστα την ίδια σχεδόν στιγμή που είχε φτάσει και ο Δίνε κι έτσι αυτός μη προφταίνοντας πια να μεταφέρη ολόκληρο το σώμα έκοψε το κεφάλι και το μετέφερε στο Πισοδέρι όπου το έθαψαν στην εκκλησία. Ο στρατός ανακάλυψε το ακέφαλο σώμα και το μετέφερε στην Καστοριά. Το έφερε στο Διοικητήριο τη στιγμή ακριβώς που είχαμε διοικητικό συμβούλιο. Από το παράθυρο είδα το στρατό να φέρνη ένα σώμα και ρώτησα τον καϊμακάμη. Αυτός μου είπε ότι είναι δήθεν το σώμα του Μήτρου Βλάχου. Έπειτα κατέβηκε στην αυλή, εμάζεψε όσα γράμματα βρέθηκαν επάνω του και τα έφερε στο συμβούλιο. Τα γράμματα απευθύνοντο στον κύριο Τζέτζα, ψευδώνυμο του Μελά, και μεταξύ αυτών ήταν και πολλά δικά μου με το ψευδώνυμο μου Κώστας και με ιδιαίτερο κρυπτογραφικό αλφάβητο με λατινικούς χαρακτήρες. Όλα δείχναν πως ήταν κάποιος αρχηγός Τζέτζας, τίποτε δεν μαρτυρούσε πως ήταν ο Μελάς. Τότε με ρώτησε ο καϊμακάμης ποιος είναι ο σκοτωμένος. Του απάντησα: «Ονομάζεται Τζέτζας και δεν ξέρω τίποτα περισσότερο». Με ξαναρώτησε «Ποιο είναι το πραγματικό όνομα του;» Και του απάντησα πάλι ότι πιστεύω το πραγματικό όνομα του να είναι Τζέτζας. Για να μ’ αναγκάση να πω το πραγματικό όνομα, επειδή και η κυβέρνησις και το παλάτι περίμεναν εναγωνίως να μάθουν το αποτέλεσμα, ο καϊμακάμης εδήλωσε ότι ο σκοτωμένος είναι Βούλγαρος και θα φέρη από το Απόσκεπο Βουλγαρόπαπα για να τον θάψουν οι Βούλγαροι σε βουλγάρικο χωριό. Του απάντησα ότι το όνομα είναι ελληνικό, τα γράμματα ήταν μεν συνθηματικά αλλά μέσα σ’ αυτά ήταν και μερικά ελληνικά γραμμένα, ανώνυμα κι αυτά, κανένα όμως βουλγάρικο. Επομένως ο σκοτωμένος ήταν Έλληνας κι έπρεπε να μου τον παραδώση για να εκτελέσω τα τελευταία προς αυτόν καθήκοντα. Αυτός όμως επέμενε μέχρις εσχάτων να παραδώση το σώμα στους Βουλγάρους.