ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΤΗΡΙΓΜΑ ΣΟΥ;

π. Δημητρίου Μπόκου

Ὁ ἔμπορος Κουσμιτσὼφ μὲ τὸν μικρό του ἀνεψιὸ Γεγκὸρ καὶ τὸν φίλο του παπα-Χριστόφορο, ταξιδεύοντας κάποτε μέσα στὴν ἀπέραντη ρωσικὴ στέπα, σταμάτησαν στὸ πανδοχεῖο τοῦ Ἑβραίου Μωυσῆ Μωυσέγιτς. Ὁ Μωυσῆς εἶχε γιὰ βοηθὸ ἕναν παράξενο ἀδελφό του, τὸν Σολομώντα. Ὅταν ὁ Σολομών μπῆκε μὲ ἕνα μεγάλο δίσκο γιὰ νὰ σερβίρει τὸ τσάι στοὺς ἐπισκέπτες, τοὺς κοιτοῦσε εἰρωνικὰ καὶ χαμογελοῦσε παράξενα. Τὸ χαμόγελο αὐτὸ ἦταν πολὺ περίπλοκο. Ἐξέφραζε πολλὰ συναισθήματα, ἐκεῖνο ὅμως ποὺ ὑπερίσχυε ἦταν ἡ περιφρόνηση. Σὰν νὰ περίμενε τὴν κατάλληλη στιγμὴ γιὰ νὰ τοὺς περιγελάσει καὶ νὰ σκάσει στὰ γέλια.

«Ἀφοῦ ἤπιε πέντ’ ἕξι ποτήρια ὁ Κουσμιτσώφ, καθάρισε μπροστά του τὸ χῶρο πάνω στὸ τραπέζι, πῆρε τὸ σάκο ποὺ εἶχε βάλει γιὰ προσκέφαλό του ὅταν εἶχε κοιμηθεῖ (καθ’ ὁδὸν) κάτω ἀπὸ τὴν ἅμαξα, ἔλυσε τὸ σχοινάκι του καὶ τὸν τίναξε. Ἀπὸ τὸ σάκο ἔπεσαν στὸ τραπέζι δεσμίδες ἀπὸ χαρτονομίσματα.

–  Τώρα ποὺ ἔχουμε χρόνο, παπα-Χριστόφορε, νὰ τὰ μετρήσουμε, εἶπε ὁ Κουσμιτσώφ…

Συνέχεια