“Ω, Κύριέ μας! Γιατί κλαις τώρα, όταν όλος ο λαός χαίρεται;” (Λόγος εις την Κυριακήν των Βαΐων )

Η Ιερουσαλήμ ήταν γεμάτη κόσμο που ήλθε από παντού για να γιορτάσει τη μεγάλη γιορτή του Πάσχα. Όλη η πόλη μιλούσε για τον μεγάλο προφήτη και θαυματουργό από τη Ναζαρέτ, ο οποίος μόλις τώρα έκανε το μεγαλύτερο από όλα τα άλλα αμέτρητα θαύματά Του, ανέστησε τον Λάζαρο, ο οποίος τέσσερεις ολόκληρες ημέρες βρισκόταν στον τάφο. Τον περίμεναν να έλθει στην πόλη και προετοιμάζονταν για τη θερμή υποδοχή Του.

Συνέχεια 

ΠΑΣΧΑ ΤΩΝ ΑΙΧΜΑΛΩΤΩΝ (Κατοχή 1943, 1944)

ΙΕΡΕΙΣ

 

Εισαγωγή- σύντομο βιογραφικό του συγγραφέα: Ο μακαριστός Μητροπολίτης Τρίκκης και Σταγών Διονύσιος (Χαραλάμπους) (1907-1970), ο από Λήμνου, όταν ήταν πρεσβύτερος, υπηρετούσε, στην Ιερά Μητρόπολη Μηθύμνης (Λέσβος), ως ιεροκήρυξ, ηγούμενος μονής Λειμώνος και αρχιερατικό επίτροπος (1940). Κατά την διάρκεια της γερμανικής κατοχής, είχε συλληφθεί από τους Γερμανούς, τον Αύγουστο του 1942, διότι έκρυβε και περιέθαλπε Βρετανούς στρατιώτες. Επειδή αρνήθηκε ν’ αποκαλύψει τους συνεργάτες του, υπέστη φρικτά βασανιστήρια και καταδικάσθηκε σε δεκαετή φυλάκιση.

Φυλακίσθηκε στη Μυτιλήνη, μετά στο στρατόπεδο Παύλου Μελά στη Θεσσαλονίκη και μετά σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως στην Γερμανία. Απελευθερώθηκε από τους Αμερικανούς στις 4 Μαΐου του 1945 και κατέστη αρχηγός όλων των Ελλήνων που απελευθερώθηκαν, με εντολή του Έλληνα αντιπροσώπου στη Γερμανία, και φρόντισε να συγκεντρωθούν στο Μόναχο και να επιστρέψουν στην Ελλάδα.

Συνέχεια 

Το Ευαγγέλιο και ο Απόστολος της Κυριακής 1 Απριλίου 2018: των Βαΐων

Η ΘΡΙΑΜΒΕΥΤΙΚΗ ΕΙΣΟΔΟΣ

Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 1 Ἀπριλίου 2018, τῶν Βαΐων (Ἰωάν. ιβ΄ 1-18)

Πρὸ ἓξ ἡμερῶν τοῦ πάσχα ἦλθεν ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς Βηθανίαν, ὅπου ἦν Λάζαρος ὁ τεθνηκώς, ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν. ἐποίησαν οὖν αὐτῷ δεῖπνον ἐκεῖ, καὶ ἡ Μάρθα διηκόνει· ὁ δὲ Λάζαρος εἷς ἦν τῶν ἀνακειμένων σὺν αὐτῷ. ἡ οὖν Μαρία, λαβοῦσα λίτραν μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτίμου, ἤλειψε τοὺς πόδας τοῦ ᾿Ιησοῦ καὶ ἐξέμαξε ταῖς θριξὶν αὐτῆς τοὺς πόδας αὐτοῦ· ἡ δὲ οἰκία ἐπληρώθη ἐκ τῆς ὀσμῆς τοῦ μύρου. λέγει οὖν εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ᾿Ιούδας Σίμωνος ᾿Ισκαριώτης, ὁ μέλλων αὐτὸν παραδιδόναι· διατί τοῦτο τὸ μύρον οὐκ ἐπράθη τριακοσίων δηναρίων καὶ ἐδόθη πτωχοῖς; εἶπε δὲ τοῦτο οὐχ ὅτι περὶ τῶν πτωχῶν ἔμελεν αὐτῷ, ἀλλ’ ὅτι κλέπτης ἦν, καὶ τὸ γλωσσόκομον εἶχε καὶ τὰ βαλλόμενα ἐβάσταζεν. εἶπεν οὖν ὁ ᾿Ιησοῦς· ἄφες αὐτήν, εἰς τὴν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου τετήρηκεν αὐτό. τοὺς πτωχοὺς γὰρ πάντοτε ἔχετε μεθ᾿ ἑαυτῶν, ἐμὲ δὲ οὐ πάντοτε ἔχετε. ῎Εγνω οὖν ὄχλος πολὺς ἐκ τῶν ᾿Ιουδαίων ὅτι ἐκεῖ ἐστι, καὶ ἦλθον οὐ διὰ τὸν ᾿Ιησοῦν μόνον, ἀλλ’ ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἴδωσιν ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν. ἐβουλεύσαντο δὲ οἱ ἀρχιερεῖς ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἀποκτείνωσιν, ὅτι πολλοὶ δι᾿ αὐτὸν ὑπῆγον τῶν ᾿Ιουδαίων καὶ ἐπίστευον εἰς τὸν ᾿Ιησοῦν. Τῇ ἐπαύριον ὄχλος πολὺς ὁ ἐλθὼν εἰς τὴν ἑορτήν, ἀκούσαντες ὅτι ἔρχεται ᾿Ιησοῦς εἰς ῾Ιεροσόλυμα, ἔλαβον τὰ βαΐα τῶν φοινίκων καὶ ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν αὐτῷ, καὶ ἔκραζον· ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, βασιλεὺς τοῦ ᾿Ισραήλ. εὑρὼν δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς ὀνάριον ἐκάθισεν ἐπ᾿ αὐτό, καθώς ἐστι γεγραμμένον· μὴ φοβοῦ, θύγατερ Σιών· ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεται καθήμενος ἐπὶ πῶλον ὄνου. Ταῦτα δὲ οὐκ ἔγνωσαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ τὸ πρῶτον, ἀλλ᾿ ὅτε ἐδοξάσθη ὁ ᾿Ιησοῦς, τότε ἐμνήσθησαν ὅτι ταῦτα ἦν ἐπ’ αὐτῷ γεγραμμένα, καὶ ταῦτα ἐποίησαν αὐτῷ. ᾿Εμαρτύρει οὖν ὁ ὄχλος ὁ ὢν μετ᾿ αὐτοῦ ὅτε τὸν Λάζαρον ἐφώνησεν ἐκ τοῦ μνημείου καὶ ἤγειρεν αὐτὸν ἐκ νεκρῶν. διὰ τοῦτο καὶ ὑπήντησεν αὐτῷ ὁ ὄχλος, ὅτι ἤκουσαν τοῦτο αὐτὸν πεποιηκέναι τὸ σημεῖον.

 

Συνέχεια