(π. Δημητρίου Μπόκου)
«Ὁ κρατῶν ὀργῆς, κρείσσων τοῦ καταλαμβανομένου πόλιν» (Παρ. 16, 32)
Η παρέα ετοιμαζόταν να σκορπίσει, όταν εντελώς απροειδοποίητα έσκασε η βόμβα.
– Τελευταία φορά που σας ανέχτηκα! Δεν πρόκειται να το ξαναπεράσω αυτό! Θα το σκεφτώ πολύ να ξαναμπώ στην παρέα σας!
Ήταν η Ανδρομάχη που μίλησε. Το βλέμμα της πετούσε φωτιές. Το πρόσωπό της ήταν κατακόκκινο. Φάνταζε ηφαίστειο που γύρευε να εκραγεί. Η παρέα σάστισε. Στράφηκαν όλοι ξαφνιασμένοι. Τα χαμόγελα πάγωσαν, οι χαιρετούρες κόπηκαν απότομα. Τί σήμαινε τώρα αυτό;
Ήταν η Ανδρομάχη που μίλησε. Το βλέμμα της πετούσε φωτιές. Το πρόσωπό της ήταν κατακόκκινο. Φάνταζε ηφαίστειο που γύρευε να εκραγεί. Η παρέα σάστισε. Στράφηκαν όλοι ξαφνιασμένοι. Τα χαμόγελα πάγωσαν, οι χαιρετούρες κόπηκαν απότομα. Τί σήμαινε τώρα αυτό;
Είχαν περάσει ένα τόσο όμορφο απόγευμα! Μεγάλη Πέμπτη σήμερα και η παρέα, που απ’ την Αθήνα βρέθηκε στο γραφικό χωριό για το Πάσχα, είπαν να χαλαρώσουν για λίγο. Ο καιρός ήταν γλυκός. Περιπλανήθηκαν στην ανθισμένη ύπαιθρο, έτρεξαν στο πολύβουο δάσος, χάρηκαν την εαρινή συναυλία των πουλιών. Το δωρικό σφύριγμα του κότσυφα, το πέταγμα των τσαλαπετεινών με τα πολύχρωμα φτερά και τα παράξενα λοφία, οι στριγκλιές της κίσσας, οι εύθυμοι μελισσουργοί, η ανοιξιάτικη ατμόσφαιρα, έφεραν στις ψυχές τους ευφορία.