
Με την έναρξη της επανάστασης του 1821 δημιουργήθηκε και στην Πάτρα έκρυθμη κατάσταση. Μια μητέρα με τις δυο θυγατέρες της και τον γιο της, εύπορη οικογένεια, προσπαθούσαν να καταφύγουν στη Γαλλική Πρεσβεία, για να σωθούν. Δεν το κατόρθωσαν. Συνελήφθησαν από τους Τούρκους και οδηγήθηκαν μπροστά στον Γιουσούφ πασά. Παρακαλούν, γονατίζουν, εκλιπαρούν, ο πασάς είναι ανένδοτος. Η μόνη λύση για να αποφύγουν τον θάνατο είναι η εξώμοση. Κλαίουν, θρηνούν, απειλούνται, τρέμουν τον θάνατο. Τελικά αρνούνται τον Χριστό και εντάσσονται στο χαρέμι του πασά.
Η υπηρέτριά τους, η Αναστασία, μια ταπεινή κοπέλα, προτρέπεται κι αυτή στην άρνηση, ανθίσταται όμως,και στις προτάσεις του πασά απαντά :
– Ο Θεός μου είναι Θεός του ψεύτικου προφήτη σου. Μπορείς ν’ απειλείς, ο κεραυνός του αντηχεί δυνατότερα από τις κραυγές της λύσσας των φρουρών σου. Κοίταξε τον ουρανό, δυστυχή άπιστε, εκεί κατοικεί η Παρθένος. Μου απλώνει τα χέρια. Την βλέπω. Πόσο γλυκό είναι το χαμόγελό της, με προσκαλεί, Έλα, περιστέρα μου. Χαίρε, βασίλισσα των αγγέλων. Χαίρε άστρο της πρωίας. Δέξου την ταπεινή δούλη σου, Αναστασία.