Τόν ὅσιο Παΐσιο, εἶναι γνωστό, ἐπισκέπτονταν ἄνθρωποι ὅλων τῶν κοινωνικῶν τάξεων καί ὅλων τῶν μορφωτικῶν ἐπιπέδων. Ὅλοι περίμεναν κάτι ἀπό αὐτόν· εἴτε ἁπλῶς τήν εὐλογία του εἴτε τη διορατική ἀπάντησή του σέ κάποιο πιεστικό γι’ αὐτούς πρόβλημα. Ὑπῆρχαν ὅμως καί ἐκεῖνοι πού ἐπιθυμοῦσαν νά τόν συναντήσουν ἀπό ἁπλή περιέργεια ἤ γιατί νόμιζαν ὅτι θά δοῦν κάποιον «φακίρη», πού κάνει παράδοξα καί θαυμαστά πράγματα. Μιά τέτοια περίπτωση θά δοῦμε παρακάτω, ὅταν μιά ὁμάδα νεαρῶν παιδιῶν ἀνέβηκε στό Ἅγιον Ὄρος γιά νά συναντήσει τόν Γέροντα καί νά δεῖ κάποιο «θαῦμα». Ἡ στάση τοῦ Γέροντα θά βοηθήσει καί ἐμᾶς νά τοποθετηθοῦμε καλύτερα στό τί εἶναι τό θαῦμα στόν χριστιανισμό καί ποιά ἡ θέση του στή ζωή μας.
«Κάποια μέρα ἐπισκέφθηκαν τόν Γέροντα κάποιοι νεαροί, πού δέν ζοῦσαν κοντά στήν Ἐκκλησία· εἶχαν ἀκούσει ὅμως γιά τόν Γέροντα καί ἀπό περιέργεια ἦρθαν νά τόν δοῦν. Ὁ Γέροντας τούς κέρασε τό καθιερωμένο νερό καί λουκούμι καί κάθησε, γιά νά τούς ἀκούσει τί ἤθελαν. Οἱ νεαροί τότε τοῦ εἶπαν:
– Γέροντα, θέλουμε νά κάνεις ἐδῶ, μπροστά στά μάτια μας, ἕνα θαῦμα, γιά νά πιστέψουμε κι ἐμεῖς στόν Θεό.