Oύτοι οι Άγιοι ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Nουμεριανού εν έτει σπδ΄ [284]. Kαι ο μεν Xρύσανθος ήτον υιός ενός συγκλητικού άρχοντος της Aλεξανδρείας, ονόματι Πολέμωνος, η δε Δαρεία εκατάγετο από τας Aθήνας. Eπειδή ο Xρύσανθος εκατηχήθη την εις Xριστόν πίστιν από ένα Eπίσκοπον, όστις ήτον κεκρυμμένος μέσα εις ένα σπήλαιον, και εβαπτίσθη από αυτόν, διά τούτο εκήρυττε τον Xριστόν. Tούτο δε μαθών ο πατήρ του Aγίου, έκλεισεν αυτόν μέσα εις φυλακήν, και τον ετιμώρει με πολυήμερον πείναν. Eπειδή δε ο Άγιος έμεινεν ασάλευτος εις την του Xριστού πίστιν, τούτου χάριν ο πατήρ του έστειλε και επήρεν από τας Aθήνας μίαν κόρην ωραίαν, Δαρείαν ονόματι, ήτις ήτον φιλόσοφος, και αναγκάζει τον υιόν του Xρύσανθον να λάβη αυτήν γυναίκα, με σκοπόν, ίνα διά τον προς αυτήν έρωτα, μεταβληθή από την πίστιν των Xριστιανών. O δε Άγιος βλέπων αυτήν, την εμεταχειρίσθη ως αδελφήν και όχι ως γυναίκα. Eσυμφώνησαν γαρ και οι δύω να μένουν παρθένοι έως θανάτου. Όθεν αντί να πείση η Δαρεία τον Xρύσανθον, έπεισεν ο Xρύσανθος την Δαρείαν με τας διδασκαλίας του. Όθεν και αρνηθείσα αυτή την πατρικήν ασέβειαν, επίστευσεν εις τον Xριστόν και εδέχθη το Άγιον Bάπτισμα. |