Είναι ένα κρύο μαρτιάτικο πρωινό. Δεν έχει ακόμη καλά –καλά ξημερώσει. Η πρωτεύουσα του Βορρά, η Θεσσαλονίκη, κοιμάται τον ανήσυχο εφιαλτικό ύπνο της σκλαβιάς, αφού βρισκόμαστε στα 1544.
Το φτωχό Ελληνόπουλο, ο Μιχάλης Μαυρουδής, μέσα στο χάραμα, διασχίζει βιαστικός τους έρημους δρόμους. Τα λιγοστά τριμμένα ρούχα του αφήνουν το ξεροβόρι να περνάει και να περονιάζει το σώμα του.
Μα μέσα του υπάρχει μια ζεστή καρδιά. Φλέγεται απ’ την πίστη και την αγάπη στο Χριστό.
Χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε κιόλας έξω από το ψωμάδικο του, που με τα κέρδη του συντηρούσε την οικογένειά του. Ο πατέρας του δε ζούσε κι έτσι ο Μιχάλης ήταν που έπρεπε να φροντίζει για όλα.