
π. Δημητρίου Μπόκου
«Χαίρε ανόρθωσις των ανθρώπων»
1674… Στη μακρινή Ρωσία, οι βαρβαρικές ορδές των Μογγόλων λυμαίνονται τα πάντα. Λεηλατούν και τα μοναστήρια. Έχουν συλλάβει μοναχούς και τους κακομεταχειρίζονται. Τους βάζουν να δουλεύουν απ’ το πρωί ως το βράδυ σκληρά στα λατομεία, όπου κάτω απ’ το μαστίγιο σπάζουν και κουβαλούν πέτρα. Έχουν περάσει στα χέρια τους σιδερένιες αλυσίδες.
Οι μοναχοί όμως και μέσα στις απάνθρωπες συνθήκες της σκλαβιάς δεν χάνουν το θάρρος τους. Δεν απελπίζονται. Παρά την κοπιώδη εργασία, δεν σταματούν την προσευχή τους. Υψώνουν το βλέμμα στον ουρανό για να παρακαλέσουν τον ουράνιο πατέρα τους, να ικετεύσουν τη Βασίλισσα των ουρανών να έλθει βοηθός στη θλίψη τους. Σε μια τέτοια στιγμή ένας μοναχός υψώνει την κραυγή της ψυχής του προς την Παναγία: