
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυρας Πολύδωρος καταγόταν ἀπό τή Λευκωσία. Ἀνατράφηκε ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς καί θεοφοβόυμενους. Στήν πατρίδα του ἔμαθε τά πρῶτα γράμματα καί μετά ταξίδεψε στήν Αἴγυπτο καί σέ ἄλλες χῶρες ἀσκώντας τό ἐπάγγελμα τοῦ πραματευτῆ.
Τό 1793 τόν βρῆκε στήν Αἴγυπτο, ὅπου προσλήφθηκε ἀπό ἕνα Ζακυνθηνό ἕλληνα, δυστυχῶς ἐξωμότη, ὡς γραμματέας. Καί ὅπως εἶναι φυσικό, ἄν κανείς δέν προσέξει, μπορεῖ νά πάθει μεγάλη ζημιά. Αὐτό ἔπαθε καί ὁ νεαρός Πολύδωρος. Διασκεδάζοντας μέ τό ἀφεντικό του μέθυσε καί πάνω στό μεθύσι του ἀρνήθηκε τό Χριστό. Ἐπειδή ὅμως ἦταν καλοδιάθετη ψυχή, ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ δέν τόν ἀποστράφηκε. Γρήγορα κατάλαβε τό ὀλίσθημά του καί μετανόησε βαθιά καί εἰλικρινά γιά τή μεγάλη του ἁμαρτία. Πρώτη του δουλειά ἦταν νά φύγει μακριά ἀπό τόν τόπο τῆς πτώσης του. Πῆγε λοιπόν στή Βηρυτό καί ἐκεῖ ἐξομολογήθηκε τήν ἁμαρτία του στόν Ἀρχιερέα τῆς πόλης.