
Τοῦ Ἠλία Βενέζη
Σμύρνη, 6 Σεπτεμβρίου 1922 «Ὑποδοχὴ τοῦ τουρκικοῦ στρατοῦ»:
“Σεπτεμβρίου 6 τοῦ 1922. Τὰ πρῶτα τμήματα τοῦ τουρκικοῦ στρατοῦ, ποὺ ἔρχονταν ἀπ’ τὸ δρόμο τῆς Σμύρνης γιὰ νὰ καταλάβουν τὸ Ἀϊβαλί, φάνηκαν στοὺς λόφους.
Στὴν εἴσοδο τῆς πόλης τοὺς περίμενε ἡ ἐκπληκτικὴ πομπή: ὁ δεσπότης, ὁ δήμαρχος, οἱ προεστοί, οἱ ἱερεῖς, οἱ συντεχνίες μὲ τὰ λάβαρα ποὺ ἀνεμίζονταν στὸν ἀέρα. Εἶχαν βγῆ νὰ τοὺς ὑποδεχθοῦν!
Οἱ Τοῦρκοι στρατιῶτες, κατασκονισμένοι, κατάκοποι, καταματωμένοι, μὲ ἄγρια μάτια, φοβεροί, κοίταζαν κατάπληκτοι τὰ συμβαίνοντα.
Οἱ γυναῖκες τῶν χριστιανῶν εἶχαν κρυφτῆ πίσω ἀπ’ τὰ παντζούρια καὶ ἀπ’ τὶς μισόκλειστες πόρτες τῶν σπιτιῶν τους, τὰ παιδιὰ παίζανε στὰ καλντερίμια νομίζοντας πὼς εἶναι πανηγύρι. Οἱ καρδιὲς τῶν μεγάλων χτυποῦσαν δυνατά.
Μπῆκαν οἱ Τοῦρκοι στὴν πόλη, τὴ ζώσανε γερά. Ὁ Κυδωνιῶν Γρηγόριος πῆγε νὰ ἐπισκεφθῆ τὸν στρατιωτικὸ διοικητή, συνταγματάρχη Ἀχμὲτ Ζακῆ. Ζοῦσε ἀκόμα μὲς στὶς αὐταπάτες.
Ὁ Τοῦρκος μέραρχος φρόντισε νὰ τὸν προσγείωση:
– «Ἀπορῶ καὶ ἐξίσταμαι, τοῦ εἶπε, βλέποντας τὰ κεφάλια σας νὰ εἶναι ἀκόμα πάνω στοὺς ὤμους σας.»