
Ὅταν τό συμπόσιο τοῦ Ἡρώδη ποτίστηκε μέ τό αἷμα τοῦ μεγίστου τῶν Προφητῶν καί Προδρόμου τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, οἱ μαθητές τοῦ Ἰωάννη πῆγαν νά ἐνταφιάσουν τό σῶμα του (Ματθ. 14, 11), ἐνῶ ἡ δόλια Ἡρωδιάς, ἀφοῦ πῆρε τήν αἱμάσσουσα κεφαλή πού τῆς εἶχαν φέρει «ἐπί πινάκι», διέταξε νά τήν θάψουν βαθιά σέ ἀνάξιο τόπο κοντά στό παλάτι τοῦ Ἡρώδη στήν Μαχαιρούντα.
Πολύ καιρό ἀργότερα, δύο μοναχοί ἀπό τήν Ἀνατολή ἔφθασαν στήν Παλαιστίνη γιά προσκύνημα στούς Ἁγίους Τόπους. Ὁ Τίμιος Πρόδρομος φανερώθηκε σ’ αὐτούς τήν νύχτα, χωριστά στόν καθένα, καί τούς εἶπε: «Πηγαίνετε στό παλάτι τοῦ Ἡρώδη καί θά βρεῖτε ἐκεῖ τήν κεφαλή μου κάτω ἀπό τήν γῆ». Ὁδηγημένοι ἀπό τήν θεία Χάρη, δέν δυσκολεύτηκαν νά βροῦν τό μέρος ὅπου εἶχε θαφτεῖ τό τίμιο λείψανο καί εὐχαριστώντας τόν Θεό τό ἔβαλαν σέ ἕναν σάκκο καί πῆραν τόν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς.
Στόν δρόμο συνάντησαν ἕναν κεραμέα ἀπό τήν Ἔμεσα πού ἔχοντας πέσει σέ μεγάλη ἔνδεια εἶχε ἀφήσει τήν πατρίδα του ἀναζητώντας καλύτερη τύχη. Μετά ἀπό νέα ἐμφάνιση τοῦ Προδρόμου, ὁ κεραμέας πῆρε τήν τίμια Κάρα καί ἐπέστρεψε στήν Ἔμεσα, ὅπου ἔκτοτε γνώρισε μεγάλη προκοπή καί εὐημερία.