“Σιγὰ-σιγὰ χάνεται ἡ εὐλάβεια, γι᾿ αὐτὸ καὶ συμβαίνουν αὐτὰ τὰ κακὰ ποὺ βλέπουμε. Μπορεῖ ἀκόμη καὶ νὰ δαιμονισθῆ κανείς, ἂν δὲν προσέξη.
Ἦταν μιὰ γυναίκα – ὁ Θεὸς νὰ τὴν συγχωρέση, πέθανε τώρα – ποὺ δαιμονίσθηκε, γιατὶ ἔχυσε τὸν ἁγιασμὸ στὸν νεροχύτη. Εἶχε λίγο ἁγιασμὸ σὲ ἕνα μπουκαλάκι. «Ἄ, λέει, μπαγιάτικος εἶναι ὁ ἁγιασμός, ἂς τὸν πετάξω, γιατὶ χρειάζομαι καὶ τὸ μπουκαλάκι». Ἔχυσε τὸν ἁγιασμό, ξέπλυνε κιόλας τὸ μπουκαλάκι, ἐπειδὴ εἶχε μείνει λίγος βασιλικὸς μέσα. Ὕστερα δαιμονίσθηκε. Ἔφυγε ἡ Χάρις, γιατὶ δὲν μπορεῖ νὰ παραμείνη ἡ Χάρις σὲ ἀνευλαβῆ ἄνθρωπο.