“Να μην ανοίγουμε πολλά μέτωπα” (αγ. Παΐσιος)

Ζάλογγος 1

 

Οι άνθρωποι σήμερα, επειδή δεν ζουν απλά, έχουν πολύ περισπασμό. Ανοίγουν πολλά μέτωπα και χάνονται με την πολλή μέριμνα.

Εγώ ένα-δύο πράγματα τα τακτοποιώ και μετά σκέφτομαι άλλα. Ποτέ δεν έχω να κάνω πολλά πράγματα μαζί. Τώρα σκέφτομαι να κάνω αυτό, το τελειώνω και μετά σκέφτομαι να κάνω κάτι άλλο. Γιατί, αν δεν τελειώσω το ένα και αρχίσω το άλλο, δεν έχω ανάπαυση. Όταν έχη κανείς πολλά μαζί να κάνη, παλαβώνει. Και μόνο να τα σκέφτεται, παθαίνει σχιζοφρένεια.

Συνέχεια

Νοικοκυριό και πνευματική ζωή της μητέρας (γέροντος Παϊσίου)

— Γέροντα, πώς μπορεί μια νοικοκυρά να ρυθμίση τις δουλειές της, ώστε να έχη χρόνο και για προσευχή; Τι αναλογία δηλαδή πρέπει να υπάρχη ανάμεσα στην εργασία και στην προσευχή;

—  Οι γυναίκες συνήθως δεν έχουν μέτρο στις δουλειές τους. Θέλουν συνέχεια να ανοίγουν δουλειές. Ενώ έχουν πολλή καρδιά και θα μπορούσαν να κάνουν πολύ καλό νοικοκυριό στην ψυχή τους, ξοδεύουν την καρδιά τους σε ασήμαντα πράγματα.
Ας υποθέσουμε ότι έχουμε ένα ποτήρι με ωραία σχέδια, με γραμμές κ.λ.π. Και αν δεν είχε γραμμές, την δουλειά του πάλι θα την έκανε. Εκείνες όμως πάνε στο κατάστημα και αρχίζουν: «Όχι, τις θέλω μέχρι εκεί τις γραμμές, όχι έτσι, όχι αλλιώς». Και αν έχη και κανένα λουλούδι, ε, τότε είναι που σκιρτά η καρδιά! Έτσι η γυναίκα καταστρέφει όλη τη δυναμικότητά της. Σπάνια θα βρης κανέναν άνδρα να δώση προσοχή σε κάτι τέτοια. Και αν ένα πορτατίφ είναι λ.χ. είναι καφέ η μαύρο, ούτε που το προσέχουν οι άνδρες. Αλλά η γυναίκα θέλει κάτι όμορφο, χαίρεται  δίνει ένα κομμάτι της καρδιάς της σε αυτό, άλλο κομμάτι σε κάτι άλλο, οπότε τι μένει για τον Χριστό;

Συνέχεια

Για την ευχή και την αλεπουδίτσα (μια διδακτική ιστορία)

αρχείο λήψης (53)

Στην Αίγυπτο όπου υπήρχαν στη βαθιά χριστιανική αρχαιότητα πολλά μεγάλα μοναστήρια, ζούσε ένας μοναχός που ήταν φίλος με έναν αγράμματο απονήρευτο αγρότη-φελάχο. Μια μέρα ο φελάχος είπε στο μοναχό:

«Κι εγώ λατρεύω το Θεό που δημιούργησε αυτό τον κόσμο! Κάθε απόγευμα χύνω σε μια γαβάθα κατσικίσιο γάλα και το βάζω κάτω από ένα φοίνικα. Το βράδυ ο Θεός έρχεται και πίνει το γαλατάκι μου. Του αρέσει πάρα πολύ! Ούτε μια φορά δεν έμεινε κάτι στη γαβάθα». Συνέχεια