του π. Δημητρίου Μπόκου
Ὁ ὁδηγὸς ἀνέβηκε σβέλτα στὴ θέση του καὶ ἔβαλε μπρὸς τὴ μηχανή. Οἱ τελευταῖοι ἐπιβάτες ἀνέβηκαν βιαστικά, βάλθηκαν νὰ ψάχνουν τὶς θέσεις τους. Προπαραμονὴ Χριστουγέννων, ἡ κίνηση στὸ ζενίθ.
Ἔσκυψε νὰ σηκώσει τὴ βαλίτσα της, μὰ ὁ ἄντρας της τὴν πρόλαβε. Τὴν τακτοποίησε στὸν χῶρο τῶν ἀποσκευῶν καὶ γύρισε κεφάτος κοντά της.
– Ἄντε λοιπόν, καλό σου ταξίδι, τῆς χαμογέλασε ἀποχαιρετώντας την. Σὲ λίγο πάλι ραντεβοῦ ἐδῶ.
Χαμογέλασε κι ἐκείνη μὲ τὸ ζόρι, ἀντάλλαξαν ἕνα βιαστικό, ψυχρὸ φιλὶ κι ἀνέβηκε στὴ θέση της. Ἔφευγε γιὰ τὴν Ἀθήνα ἐκτάκτως. Γιὰ δυὸ μέρες μονάχα.