Η μάχη του Κεφαλόβρυσου (8/9 Αυγούστου 1823) και ο θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη

Βρισκόμαστε στον τρίτο χρόνο της Επανάστασης, που άναψε πια σ’ όλη την Ελλάδα, μαζί δυστυχώς με τις εμφύλιες διαμάχες των Ελλήνων. Στις αρχές του 1823 έχουμε για την Ευρυτανία το θρίαμβο του Καραϊσκάκη με την εξολοθρευτική για τους Τούρκους «μάχη της Κορομηλιάς» στον Άη Βλάση, της Ευρυτανίας τότε. Το 1823 παρουσιάζεται μια γενική δραστηριότητα και οργανωμένες εξορμήσεις των Τούρκων σε ξηρά και θάλασσα, ενώ οι Έλληνες απασχολούμενοι με τις εσωτερικές τους διαφορές, δεν έχουν να παρουσιάσουν παρά άκαρπες ή ασήμαντες παρουσίες.

Οι Τούρκοι νοιώθουν τότε την ανάγκη να ξεκαθαρίσουν τη Δυτική Στερεά και ολόκληρη τη Ρούμελη στέλνοντας εκεί τις πολυάριθμες στρατιωτικές τους δυνάμεις. Έτσι, το καλοκαίρι του 1823 ο Μουσταής πασάς της Σκόντρας άρχισε να κατεβαίνει με κατεύθυνση προς το Μοριά για να καταπνίξει την επανάσταση. Ο πασάς καθώς έμπαινε σχεδόν ανενόχλητος στα Άγραφα, ειδοποιούσε και υποσχόταν συγχώρεση σε όλους τους καπεταναίους εκτός από τον «άσι – Μάρκ», τον αντάρτη Μάρκο Μπότσαρη.

Μέσω Βούλπης ο Σκόντρας έφτασε και μπήκε στο Καρπενήσι, περνώντας από τη θέση Άη Θανάσης. Παράλληλα με τον ίδιο το πασά έφτασαν στην περιοχή και άλλα δύο εκστρατευτικά σώματα. Το ένα με αρχηγό τον Άγο Βασιάρη και το άλλο με τον Τζελαλεντίν μπέη. Ο Μουσταής και ο στρατός του εγκαταστάθηκαν στο Καρπενήσι. Τα άλλα δύο σώματα έφτασαν και αυτά στην πόλη και εγκαταστάθηκαν στα περίχωρά της. Συνολικά ο στρατός αυτός αποτελούνταν από 12.000 στρατιώτες. Όλος αυτός ο στρατός είχε πρόγραμμα να ξεκουραζόταν για λίγο στο δροσερό Καρπενήσι κι ύστερα να ξεχυνόταν μέσα από την Ποταμιά και τις κλεισούρες των βουνών μέσω Προυσού προς το Μεσολόγγι.

Η κίνηση των τουρκικών δυνάμεων προς την Ευρυτανία, αφύπνισε τους ερίζοντες Έλληνες και τους υποχρέωσε να πάρουν μέτρα άμυνας. Μετά από συνεννοήσεις ο Μάρκος Μπότσαρης με 1250 πολεμιστές μαζί με τους ντόπιους καπεταναίους που είχαν στη διάθεσή τους περί τους 2000 πολεμιστές, αποφασίσανε να χτυπήσουν τον πολυάριθμο στρατό των Τούρκων. Στις 30 Ιουλίου συναντήθηκε με τον Καραϊσκάκη στου Σοβολάκου, αλλά δεν τον ακολούθησε γιατί ταλαιπωρημένος από την αρρώστια του τράβηξε κατά το μοναστήρι του Προυσού (6-8-1823), όπου παρέμεινε σαράντα μέρες.

Από το Μικρό Χωριό που έφτασε ο Μάρκος ειδοποιεί τα ένοπλα τμήματα των Ελλήνων, που τρομοκρατημένα από τα πολυάριθμα τουρκικά στίφη βρίσκονταν αμήχανα και αναποφάσιστα γύρω από το Καρπενήσι, ενώ με δικούς του ανθρώπους συγκεντρώνει πληροφορίες για το στρατόπεδο του Μουσταή… Έτσι φτάνουμε στο βράδυ, 8 προς 9 του Αυγούστου 1823. Ένα βράδυ ολόδροσο, με ισχυρό δυτικό άνεμο και με μαύρα πυκνά σύννεφα που κινούνταν γρήγορα στον ουρανό και έκρυβαν την πανσέληνο που είχε ανατείλει. Το σκηνικό βοηθούσε το Μάρκο με τα 350 παλικάρια του, που πήραν το δρόμο της ρεματιάς για το Κεφαλόβρυσο.

Την ορισμένη ώρα οι Σουλιώτες πανέτοιμοι – με μαντήλια δεμένα στα κεφάλια, με ανασκουμπωμένα τα μανίκια, με ανασηκωμένες τις ποδιές – ρίχτηκαν στον εχθρό ενώ η κοιλάδα αντηχούσε από τους ήχους της σάλπιγκας. Λίγες τουφεκιές ρίχτηκαν κι αμέσως ακολούθησε συμπλοκή σώμα με σώμα. Αλαλάζοντας οι Σουλιώτες έσυραν τα γιαταγάνια και χτυπούσαν με μανία τους Αρβανίτες.

Η σύγχυση στο εχθρικό στρατόπεδο ήταν απερίγραπτη και βαστούσε ώρες. Οι Αρβανίτες, όμως κρατούσαν τις θέσεις τους με λύσσα. Δεν μπορούσαν άλλωστε να κάμουν διαφορετικά, γιατί τους χτυπούσαν από μπρος και από πίσω. Έμεναν λοιπόν εκεί και μάταια προσπαθούσαν να γλιτώσουν από τη σφαγή.

Ο Μάρκος πολεμώντας ανάμεσα στα παλικάρια του, ακράτητος και μανιωμένος νιώθει μια σφαίρα που τον τρύπησε στο βουβώνα. Κρυφά τον πήραν οι Σουλιώτες και τον τράβηξαν πιο πέρα. Ο γιγαντόσωμος Τούσας τον σήκωσε στην πλάτη και τράβηξε για το Μικρό Χωριό. Σε λίγο, ενώ πλησίαζε το χάραμα, η μάχη καταλάγιαζε. Οι Έλληνες αποσύρονταν προς το δάσος του Κώνισκου και συνέχιζαν με λιανοτούφεκα. Οι Σουλιώτες του Ζυγούρη Τζαβέλα δεν χτύπησαν πολύ συντονισμένα κι όπως ήταν συμφωνημένο. Ήταν ευτύχημα που στρατός του Τζελαλεντίν μπέη δεν κινήθηκε. [Ο Μάρκος αρχικά, κατά τη διάρκεια της επίθεσης, τραυματίστηκε ελαφρά και γύρω στις 3 με 4 το πρωί χτυπήθηκε με σφαίρα όπλου που του τρύπησε το κρανίο και πέθανε την ίδια στιγμή εκεί στο Κεφαλόβρυσο].

Η μάχη συνεχίστηκε και όταν ήρθε η μέρα χιλιάδες κείτονταν στον Πλατανιά, στο Κεφαλόβρυσο και στις πλαγιές σκοτωμένοι ή λαβωμένοι. Οι πολεμιστές αποχωρούσαν από τη μάχη καταματωμένοι. Μαθαίνοντας το χαμό του Μάρκου ο λαός της αγωνιζόμενης Ελλάδας τον θρήνησε από τα βάθη της καρδιάς του. Η μάχη στο Κεφαλόβρυσο είναι το σημαντικότερο πολεμικό γεγονός της Επανάστασης κατά το 1823.

Η επιτυχία της όμως αυτή επισκιάστηκε από το χαμό του γενναίου, φρόνιμου και μεγαλόψυχου Μάρκου Μπότσαρη. Μια συνοδεία από 100 συντρόφους του, φορτωμένο σε άλογο τον μετέφεραν στο Μεσολόγγι. Περνώντας το νεκρό ήρωα από τον Προυσό κάθισαν να ξαποστάσουν.

Πήρε είδηση ο Καραϊσκάκης για τη μεγάλη απώλεια, άρρωστος κατέβηκε από το καλύβι του στο δρόμο τρεκλίζοντας, γονάτισε μπροστά στο κουφάρι του Μάρκου και ψιθύρισε από τα βάθη της ψυχής του: «Ας δώσει ο Θεός να πάω κι εγώ, Μάρκο μου, από τέτοιο θάνατο«.

Την άλλη μέρα, 10 του Αυγούστου, έγινε στο Μεσολόγγι, με πρωτοφανή μεγαλοπρέπεια η κηδεία του Μάρκου Μπότσαρη. Σε ανάμνηση της μάχης και του θανάτου του Μάρκου Μπότσαρη, έχει στηθεί στο Κεφαλόβρυσο κενοτάφιο του ήρωα, ενώ στην κεντρική πλατεία Καρπενησίου έχει δοθεί το όνομά του και έχει στηθεί η προτομή του.

.

Από το evrytan.gr (νεκρός σύνδεσμος)

αναδημοσίευση από τον Ερευνητή της Βέροιας

το διαβάσαμε στο Αβέρωφ

Σχετική ανάρτηση στον Αβέρωφ: ΤΟ ΚΕΦΑΛΟΒΡΥΣΟ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ

 

1 thoughts on “Η μάχη του Κεφαλόβρυσου (8/9 Αυγούστου 1823) και ο θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη

Σχολιάστε