ΣΠΕΥΣΕ ΣΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΙΕΡΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΙΣ ΚΑΙ Η ΣΥΜΦΙΛΙΩΣΙΣ ΜΕ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ
ένα πολύ ωφέλιμο κείμενο για το Μυστήριο της Μετανοίας
.
.
μπορείτε να το δείτε και σε μορφή pdf :
.
Προσευχήσου νὰ σοῦ ἀποκαλύψῃ ὁ Θεὸς τὸν Πνευματικὸ ποὺ σοῦ ταιριάζει.
Χαρακτηριστικά του νὰ εἶναι: ἡ ἀγάπη του στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ ἀγάπη του στὶς Παραδόσεις τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, ἡ ἀγάπη του στὴν Πατρίδα καὶ ἡ διακριτικότητά του.
«Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΚΑΙ Η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ
ΕΣΩΣΕ ΟΛΟΚΛΗΡΟΥΣ ΛΑΟΥΣ»
.
ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ
.
ΛΟΓΙΑ ΑΓΙΟΥ ΠΑΪΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
«Κάποιος νεαρὸς ἐπισκέφθηκε τὸ κελὶ τοῦ Γέροντα καὶ τοῦ εἶπε:
– Γέροντα, θέλω νὰ Σᾶς δῶ καὶ νὰ Σᾶς συμβουλευτῶ γιὰ κάτι.
– Ἔχεις ἐξομολογηθῇ; Ἔχεις Πνευματικό;
– Ὄχι Γέροντα.
– Ἔ, κοίταξε, βρὲ παιδί, πήγαινε πρῶτα νὰ ἐξομολογηθῇς καὶ μετὰ νὰ ἔρθῃς, γιὰ νὰ εἴμαστε στὴν ἴδια πνευματικὴ συχνότητα καὶ νὰ μπορέσουμε νὰ συνεννοηθοῦμε».
.
ΛΟΓΙΑ ΑΓΙΟΥ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ ΤΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΟΥ
Νὰ ἐξομολογεῖσαι τακτικὰ καὶ καλά, γιατὶ καὶ Πατριάρχης νὰ εἶσαι, ἄν δὲν ἐξομολογεῖσαι, δὲν σέβεσαι.
+++
Τὸ Μυστήριον τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως εἶναι Θεοΐδρυτο καὶ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ τέσσερα ὑποχρεωτικὰ Μυστήρια γιὰ τὴν Σωτηρία τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ θέσπιση τοῦ ἱεροῦ αὐτοῦ Μυστηρίου ἔγινε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριόν μας Ἰησοῦν Χριστόν, ἀρχικὰ κατὰ τὴν διδασκαλία Του πρὸς τοὺς μαθητάς Του, συμβουλεύοντας Αὐτοὺς γιὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ τὴν συγχώρησή τους, λέγοντας: «Ἀμήν λέγω ὑμῖν, ὅσα ἐάν δήσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένα ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ ὅσα ἐὰν λύσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένα ἐν τῷ ουρανῷ» (Κατὰ Ματθαῖον, ΙΗ΄ 18). Ἀργότερα, μετὰ τὴν Θεόσωμο Ταφὴ καὶ τὴν Ἔνδοξο Ἁνάστασή Του, ὁ Ἀναστημένος Κύριος, κατὰ τὴν πρώτη φανέρωσή Του στοὺς μαθητάς Του, καθιέρωσε πλέον τὸ Μυστήριον, ἐμφυσῶντας πρὸς αὐτοὺς μὲ τὴν Θεϊκή Πνοή Του, λέγοντας: «Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται». (Κατὰ Ἰωάννην, Κ΄ 22-23).
Ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὰ παραπάνω, ὁ Χριστός, ἐκπληρώνοντας τὴν Παναγία Ἀποστολή Του στὸν κόσμο, ματὰ τὴν Ἁγία Ἀνάσταση καὶ πρὶν τὴν Ἁγία Ἀνάληψή Του, θεσπίζει τὸ Μυστήριον τῆς Σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, δίνοντας τὴν παραπάνω ἐντολὴ στοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους καὶ κατ’ ἐπέκταση σ’ ὅλους τοὺς διαδόχους τους, Ἀρχιερεῖς καὶ Ἱερεῖς Πνευματικούς.
Πρὶν τὴν Ἀνάσταση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν δὲν ὑπῆρχε. Ἔχουμε βέβαια πολλὰ παραδείγματα μετανοίας στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὅπως ὁ Ἅγιος Προφητάναξ Δαυΐδ, στὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς ἔστειλε τὸν Προφήτη Νάθαν γιὰ νὰ μετανοήςῃ γιὰ τὶς δύο θανάσιμες ἁμαρτίες του. Ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν του ὅμως ἔγινε μετὰ τὴν Σταύρωση καὶ Ἀνάσταση τοῦ Σωτῆρος, εἰς τὴν εἰς Ἅδου Κάθοδον.
.
Ἡ εἰς Ἅδου κάθοδος
Ὁ Προφητάναξ Δαυΐδ μετὰ ἀφιέρωσε τὴν ζωή του στὸ νὰ γράφῃ καὶ νὰ ὑμνῇ τὸν Θεὸ μὲ ψαλμούς, ζητῶντας συνεχῶς τὸ ἔλεος καὶ τὴν προστασία τοῦ Θεοῦ, καὶ ἰδιαίτερα μὲ τὸν πεντηκοστὸ (Ν΄) ψαλμὸ «Ἐλέησόν με ὁ Θεός», ὁ ὁποῖος ὀνομάσθηκε ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρες Ψαλμὸς Μετανοίας.
Ἔτσι λοιπόν, στεκόμαστε ἐκστατικοί, ὅταν διαπιστώνουμε τὸ ἄπειρο ἔλεος, τὴν ἀπέραντη μακροθυμία καὶ τὴν συγκατάβαση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, νὰ ἐνανθρωπήσῃ, νὰ συναναστραφῇ μὲ τοὺς ἀνθρώπους, θεραπεύοντας, παρηγορῶντας, στηρίζοντας, νουθετῶντας, νὰ προδοθῇ ἀπὸ τὸ πλάσμα Του, νὰ χλευασθῇ, νὰ ὑβρισθῇ, νὰ μαστιγωθῇ, νὰ σταυρωθῇ, νὰ ἀναστηθῇ, ἀνασταίνοντας καὶ ὅλους τοὺς προπάτορες, ποὺ ὅσο δίκαιοι κι ἄν ἦταν, πρὶν τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου δὲν ἔβλεπαν πρόσωπο Θεοῦ, ἀλλὰ κατοικοῦσαν στὸν Ἅδη, καθὼς ὁ Παράδεισος ἦταν κλειστὸς γιὰ ὅλους, μετὰ τὴν παρακοὴ τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας, καὶ τέλος νὰ ἀναληφθῇ στοὺς οὐρανούς, θεώνοντας τὴν ἀνθρώπινη φύση. Ἀπὸ τὸν Πανάγιο Τάφο τοῦ Κυρίου, πήγασε ἡ Ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν καὶ ἡ Συγγνώμη. Σκοπὸς καὶ στόχος ὅλων αὐτῶν ἦταν ἡ Σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτό, ὁ Κύριος θεσπίζει ὁ ἴδιος τὸ Μυστήριον τῆς Ἱερᾶς ἐξομολογήσεως καὶ μετανοίας, Μυστήριον ποὺ εἰσάγει στὸν Παράδεισο.
Ἀπαραίτητη βέβαια προϋπόθεση γιὰ τὴν Σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, διὰ τοῦ Μυστηρίου τῆς ἐξομολογήσεως, εἶναι ἡ ἀληθινὴ μετάνοια πρωτίστως, καθὼς καὶ ἡ ὑπακοὴ καὶ ἡ ταπείνωση.
Ὁ Πιστὸς Ὀρθόδοξος Χριστιανὸς θὰ πρέπῃ νὰ πλησιάζει τὸ Μυστήριον μὲ συντετριμμένη καρδιὰ καὶ πνεῦμα ταπεινώσεως, γιατὶ ὅπως ἀναφέρει ὁ Προφητάναξ Δαβυΐδ στὸν πεντηκοστὸ ψαλμό: «Καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει». Δὲν θὰ ἐξουδενώσῃ δηλαδὴ ὁ Θεὸς αὐτὸν ποὺ τὸν πλησιάζει μὲ συντετριμμένη καρδιὰ, ζητῶντας ταπεινὰ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἡ ταπείνωση αὐτὴ ἐπιτυγχάνεται ἰδιαίτερα μὲ τὴν ἐξαγόρευση τῶν ἁμαρτιῶν στὸν ἐκπρόσωπο τοῦ Θεοῦ, τὸν Πνευματικό. Ἡ ὑπακοὴ εἶναι τὸ δεύτερο στοιχεῖο τῆς ἀληθινῆς μετανοίας. Κάνοντας ὑπακοὴ σ’ ἕναν διακριτικὸ Πνευματικό, ὑπακοῦμε στὸν Θεό.
Κάποιος ρώτησε τὸν Ὄσιο Ποιμένα: «Τὶ εἶναι ἡ Μετάνοια;» Ὁ Ὄσιος τοῦ ἀποκρίθηκε μὲ ἁπλότητα: «Ἡ μὴ ἐπανάληψις τῆς ἰδίας ἁμαρτίας». (Γεροντικόν). Ἡ Μετάνοια εἶναι λοιπὸν τὸ νὰ μὴν ἐπαναλάβῃ ὁ πιστὸς τὶς θανάσιμες ἁμαρτίες (ὑπερηφάνια-φιλαργυρία-πορνεία-φθόνος-γαστριμαργία-θυμὸς-ἀκηδία) ποὺ ἐξομολογήθηκε, μὲ στόχο τὸν ἀγῶνα γιὰ ἐξάλειψη καὶ τῶν συγγνωστῶν ἁμαρτιῶν. Ἄν τύχῃ, φθόνῳ διαβόλου ἤ οἰκείᾳ βουλήσει καὶ ἁμαρτήσει ξανά, τότε χωρὶς ντροπή – ἡ ὁποῖα κρύβει ἐγωϊσμό – νὰ ἐξομοληγηθῇ τὴν ἁμαρτία του, μὲ τὴν εὐχὴ νὰ μὴν στενοχωρήσῃ πάλι τὸν Κύριο. Καθαρίζεται λοιπὸν σιγὰ-σιγὰ ἡ ψυχὴ καὶ συμφιλιώνεται μὲ τὸν Θεόν, γνωρίζοντας καθημερινῶς τὸ θέλημά Του, ὅλο καὶ περισσότερο.
Ὁ μετανοημένος ἄνθρωπος ἐπιστρέφει στὸν Θεὸ καὶ ὁμολογεῖ τὰ λάθη τῆς ζωῆς του, ἀπὸ τὴν παιδικὴ του ἠλικία, ἀναφέροντας τὸ κάθε ἕνα ξεχωριστά, μὲ εἰλικρίνεια, καθαρότητα, μετάνοια καὶ δάκρυα, γιατὶ πολλὲς φορὲς στενοχώρησε τὸν Κύριο. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀναφέρεται διεξοδικὰ στὰ χαρακτηριστικὰ τῆς εἰλικρινοῦς μετανοίας: «Ἐκεῖνος ποὺ μετανοεῖ δὲν πρέπει νὰ ὀργίζεται, οὔτε νὰ ἀγριεύει, ἀλλὰ νὰ συντρίβεται ἐσωτερικά, ἐφ’ ὅσον εἶναι ἔνοχος, δὲν ἔχει παρρησία, εἶναι καταδικασμένος, μπορεῖ νὰ σωθῇ μόνον κατὰ χάρη, φάνηκε ἀγνώμονας στὸν εὐεργέτη του, καὶ ἀχάριστος, καὶ ἀνάξιος καὶ εἶναι ἄξιος γιὰ πολλὲς τιμωρίες. Ἄν αὐτὰ σκέπτεται, δὲν θὰ ὀργισθῇ, δὲν θὰ ἀγανακτήσῃ, ἀλλὰ θὰ πενθήσῃ, θὰ κλάψῃ, θὰ στενάξῃ καὶ θὰ ὀδύρεται νύκτα καὶ μέρα. Ἐκεῖνος ποὺ μετανοεῖ δὲν πρέπει ποτὲ νὰ λησμονήσῃ τὴν ἁμαρτία του, ἀλλὰ νὰ παρακαλῇ τὸν Θεὸ νὰ τὴν ξεχάσῃ, ὁ ἴδιος ὅμως δὲν πρέπει ποτὲ νὰ τὴν λησμονῇ. Ἄν ἐμεῖς τὴν θυμούμαστε, ὁ Θεὸς θὰ τὴν λησμονήσῃ». (Εἰς Ἑβρ. ὀμιλ. ΛΑ΄, 3, ΕΠΕ 25, 316-MG 63, 215-216). Καὶ συνεχίζει: “Τοῦ προφασίζεσθαι προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις”. Αὐτὴ κυρίως εἶναι ἡ ὁδὸς τῆς ἀπωλείας… Εἶναι κακὸ βέβαια τὸ νὰ ἁμαρτάνῃ κανείς, ὅμως τὸ κάνει αὐτὸ φοβερώτερο, τὸ νὰ ἀρνεῖται νὰ μετανοήσῃ μετὰ τὴν διάπραξη τῆς ἁμαρτίας. Αὐτὸ εἶναι πρὸ πάντων τὸ ὅπλο τοῦ διαβόλου. Αὐτὸ ἔγινε καὶ στὴν περίπτωση τῶν πρωτοπλάστων». (Εἰς Ψαλμ. ΡΜ΄, 6, ΕΠΕ 7, 308 -ΜG 55, 437 ζ΄).
Τὸ ὅτι τὰ δάκρυα εἶναι ἀναγκαῖα στὴν μετάνοια, φαίνεται ἰδιαίτερα ἀπὸ τὰ παραπάνω λόγια καὶ πάλι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου: «“Λούσω καθ’ ἑκάστην νύκτα τὴν κλίνην μου· ἐν δάκρυσί μου τὴν στρωμνήν μου βρέξω”. Αὐτὴν λοιπὸν τὴν ἐξομολόγηση ἄς μιμούμαστε κι ἐμεῖς. Γιατί, ἄν δὲν θελήσουμε νὰ κλάψουμε ἐδῶ, ὁπωσδήποτε θὰ ἀναγκασθοῦμε νὰ θρηνοῦμε καὶ νὰ κλαῖμε ἐκεῖ (στὴν μέλλουσα ζωή), ἐκεῖ μὲν χωρὶς καμιὰ ὠφέλεια, ἐνῶ ἐδῶ μὲ κέρδος· καὶ ἐκεῖ μὲν μὲ ντροπή, ἐνῶ ἐδῶ μὲ πολὺ κοσμιότητα… Βέβαια, εἶναι τὸ κλάμα πάντοτε καλό, πολὺ περισσότερο ὅμως στὴν διάρκεια τῆς νύχτας, ὅταν κανεὶς δὲν σὲ στερεῖ ἀπὸ αὐτὴ τὴν θαυμαστὴ ἠδονή, ἀλλὰ εἶναι δυνατὸν σὲ ὅποιον θέλει νὰ τὴν ἀπολαὐσῃ μὲ κάθε ἄνεση. Τὸ γνωρίζουν πολὺ καλὰ αὐτὸ ποὺ λέω, ἐκεῖνοι ποὺ τὸ δοκίμασαν, πόση δηλαδὴ εὐφροσύνη ἔχουν αὐτὲς οἱ πηγὲς τῶν δακρύων. Αὐτὰ τὰ δάκρυα ἔχουν τὴν δυνατότητα νὰ σβήσουν τὸ ἄσβεστο πῦρ, ἐκεῖνο τὸ ποτάμι ποὺ τρέχει μπροστὰ στὸ βῆμα τοῦ Κριτοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἅγιος Παῦλος ἔκλαιγε τρία χρόνια νύχτα καὶ ἠμέρα, διορθώνοντας τὰ ξένα πάθη. “Διὸ γρηγορεῖτε, μνημονεύοντες ὅτι τριετίαν νύκτα καὶ ἠμέραν οὐκ ἐπαυσάμην μετὰ δακρύων νουθετῶν ἕνα ἕκαστον”. (Πράξεις, Κ΄31). Οἱ νηφάλιοι καλλιεργοῦν τὶς ψυχές τους, χρησιμοποιῶντας αὐτὰ τὰ δάκρυα σὰν βροχὴ καὶ αὐξάνοντας τὰ σπέρματα τῆς ἀρετῆς. Τὸ κρεββάτι ποὺ δέχεται τέτοια δάκρυα εἶναι ἄβατο σὲ κακία καὶ ἀσέλγεια… Αὐτὸς ποὺ θρηνεῖ μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, θὰ σηκωθῇ ἔχοντας τὴν ψυχή του πιὸ ἤρεμη ἀπὸ γαλήνιο λιμάνι, γιατὶ ἀπομακρύνει ὅλα τὰ πάθη». (Εἰς Ψαλμ. ΣΤ΄, 4, ΕΠΕ 5, 262-266 -MG 55, 76-77).
.
Ὁ μετανοῶν
Ἡ μετάνοια βέβαια θὰ πρέπῃ νὰ εἶναι ἔμπρακτη, ὅπως χαρακτηριστικὰ ἀναφέρει πάλι ὁ Χρυσορρήμων Ἅγιος: «Γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση παράξενου καὶ σκληροῦ πολέμου, ἄς ἀγωνισθοῦμε μὲ πρωτότυπα μέσα· ἄς τοξεύσουμε τὸν οὐρανὸ μὲ ὑμνωδίες· ἄς ἐξακοντίσουμε ἐκεῖ ἀντὶ γιὰ δόρατα ψαλμωδίες· ἄς ἐκσφενδονίσουμε στὸν Θεὸ προσευχὲς· ἄς καταπραΰνουμε τὸν θυμό Του μὲ ἀσταμάτητα δάκρυα· ἄς διασπάσουμε τὴν φάλαγγα τῶν πονηρῶν πράξεων· ἄς κυριεύσουμε τὰ ὀχυρὰ τῆς κακίας· ἄς πολεμήσουμε μὲ τὰ ὅπλα τῆς ἀρετῆς· τὸν θώρακα τῆς δικαιοσύνης δὲν τὸν διαπερνᾶ τὸ βέλος· τὴν ἀσπίδα τῆς πίστεως δὲν μπορεῖ νὰ τὴν κάψῃ ὁ κεραυνὸς· δὲν ἀντέχει ὁ Θεὸς νὰ συντρίψῃ τὴν περικεφαλαία τῆς ἐλπίδας· ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ δὲν σχίζει τὸ ὑποκάμισο τῆς ἁγνότητας· ἡ ἀπειλὴ τῆς καταστροφῆς δὲν μπορεῖ νὰ γκρεμίσῃ τὸ τεῖχος τῆς ἐξομολογήσεως. Ὅταν ὁ Θεὸς δεῖ σοβαρὴ μετάνοια, ἡ ἀπόφαση ἐξαφανισμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ διαλύεται ἀμέσως σὰν καπνός». (Εἰς μετάνοιαν Νινευϊτῶν, ΕΠΕ 8Α, 512-514 – MG 64, 428 AB).
Ἔξοχα παραδείγματα εἰλικρινοῦς καὶ ἔμπρακτης μετανοίας ἀποτελοῦν ὁ Εὐγνώμων Ληστής, ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Πέτρος, ἡ γυνὴ ἡ ἁμαρτωλός – ἡ ἀλείψασα τὸν Κύριον μῦρο στὴν οἰκία τοῦ Φαρισαίου, ὁ Τελώνης, ὁ Ἄσωτος, ἡ Ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία καὶ πολλοὶ ἀκόμη Ἅγιοι.
Ἡ μετάνοια φέρνει θαυμαστὲς ἠθικὲς μεταβολές. «Νὰ μὴν ἀπελπιζόμαστε ὅσοι πέσαμε, ἀλλὰ νὰ λέμε στὸν ἐαυτό μας: “Μὴ ὁ πίπτων οὐκ ἀνίσταται;” Ἄλλοι ἀπὸ τὸ θέατρο καὶ τὴν ὀρχήστρα μετεπήδησαν στὴν ἀγγελικὴ πολιτεία. Καὶ ἐπέδειξαν τὸσο μεγάλη ἀρετή, ὥστε καὶ δαίμονες νὰ ἐκδιώξουν καὶ πολλὰ ἄλλα τέτοια θαύματα νὰ κάνουν. Καὶ οἱ μὲν Γραφὲς εἶναι γεμάτες ἀπὸ τέτοιες περιπτώσεις, ἀλλὰ καὶ ἡ ζωὴ εἶναι γεμάτη ἀπὸ τέτοια παραδείγματα». (Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου. Εἰς Ματθ., ὀμιλ. ΚΣΤ΄, 5, ΕΠΕ 10, 196-198 – MG 57, 340).
Οἱ καρποὶ δὲ τῆς ἀληθινῆς μετανοίας κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο εἶναι θαυμαστοί: «Ἄς δοῦμε λοιπὸν αὐτοὺς ποὺ ζοῦσαν μέσα στὴν ἁμαρτία καὶ ποὺ ἔγιναν ὀνομαστοὶ γιὰ τὴν ἀρετή τους. Ἄς δοῦμε αὐτοὺς ποὺ ἔμοιαζαν μὲ θηρία καὶ ποὺ κατέλαβαν θέση ἀγγέλων. Ἄς δοῦμε αὐτοὺς ποὺ μὲ τὰ ἔργα τους ἀναστάτωσαν τὴν πόλη καὶ ποὺ κατόπιν μὲ τὸν τρόπο ζωῆς τους τὴν ἀνόρθωσαν. Ἄς δοῦμε τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔγιναν φίλοι τοῦ Θεοῦ, καὶ αὐτοὺς ποὺ εἶχαν κατήγορο τὸν Κύριο, νὰ Τὸν κάνουν ἔπειτα συνήγορο. Ἄς δοῦμε τοὺς καταδικασμένους νὰ ἀνταγωνίζονται, μετὰ τὴν ἀπόφαση, τὸν δικαστὴ καὶ νὰ ἀκυρώνουν τὴν ἀπόφαση». (Εἰς μετάνοιαν Νινευϊτῶν, 1, ΕΠΕ 8Α, 508-510 – MG 64, 424).
Ἡ μετάνοια ἀνυψώνει καὶ ἀπὸ τὰ βάραθρα τῆς κακίας: «Ἄς μὴν ἀδιαφοροῦμε λοιπὸν τόσο πολὺ γιὰ τὴν Σωτηρία μας. Γιατὶ, κι ἄν ἀκόμη καταγκρεμισθοῦμε στὰ ἴδια τὰ βάραθρα τῆς κακίας, εἶναι δυνατὸν καὶ πάλι νὰ ξαναβροῦμε τὸν ἐαυτό μας, νὰ γίνουμε καλύτεροι καὶ νὰ ἀποβάλλουμε κάθε κακία». (Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου. Εἰς Δαυΐδ καὶ Σαοὺλ, ὀμιλ. Γ΄, 8, ΕΠΕ 7, 650 – MG 54, 707 θ΄).
Ἡ μετάνοια μᾶς ἐπαναφέρει στὸ πνευματικὸ κάλλος: «Τώρα ἔχουμε γεράσει καὶ γι΄ αὐτὸ βρισκόμαστε κοντὰ στὸν ἀφανισμὸ καὶ στὴν καταστροφή. Ἀλλά, ἄν θέλουμε, εἶναι δυνατὸν νὰ ἐξαλείψουμε αὐτὸ τὸ γῆρας. Δὲν μποροῦμε πιὰ μὲ τὸ βάπτισμα, μποροῦμε ὅμως ἐδῶ μὲ τὴν μετάνοια. Ὅ,τι παλαιὸ ἔχουμε μέσα μας, ἄς τὸ πετάξουμε. Ἄς καθαρίσουμε κάθε ρυτίδα, κάθε κηλίδα, κάθε ἀκαθαρσία, καὶ ἄς γίνουμε ὡραῖοι, γιὰ νὰ ἀγαπήσῃ ὁ Οὐράνιος Βασιλιὰς τὴν ψυχικὴ ὀμορφιά μας. Εἶναι δυνατόν, ἔστω καὶ ἄν ἔχουμε πέσει στὴν χειρότερη ψυχικὴ ἀσχήμια, νὰ ξαναποκτήσουμε τὴν ὀμορφιὰ ἐκείνη, γιὰ τὴν ὁποῖα ὁ Δαυΐδ λέγει· “Ἄκουσον, Θύγατερ, καὶ ἴδε καὶ κλῖνον τὸ οὖς σου καὶ ἐπιλάθου τοῦ λαοῦ σου καὶ τοῦ οἴκου τοῦ πατρὸς σου, καὶ ἐπιθυμήσει ὁ Βασιλεὺς τοῦ κάλλους σου”». ( Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου. Εἰς Ἑβρ., ὀμιλ. ΙΔ΄, 4, ΕΠΕ 24, 554 – MG 63, 115).
Ἡ μετάνοια προσελκύει ἀμέσως τὸ Ἔλεος τοῦ Θεοῦ: «Καὶ οἱ Νινευΐτες, ἄν καὶ ἦταν κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τόσων ἁμαρτιῶν, ἐπειδὴ ἔδειξαν μεγάλη καὶ ἀληθινὴ μετάνοια, δὲν χρειάσθηκαν περισσότερες ἀπὸ τρεῖς μέρες, γιὰ νὰ ἐπικαλεσθοῦν τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀκυρώσουν τὴν ἐνατίον τους καταδικαστικὴ ἀπόφαση. Καὶ γιατὶ λέω Νινευΐτες; Ὁ Ληστὴς στὸν Σταυρὸ δὲν χρειάσθηκε οὔτε μιὰ μέρα. Καὶ γιατὶ λέω οὔτε μιὰ μέρα; Δὲν χρειάσθηκε οὔτε λίγη ὥρα. Τόσο μεγάλη εἶναι ἡ πρὸς ἐμᾶς φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Γιατί, ὅταν ὁ Θεὸς ἰδῇ τὴν δύναμη τῆς διαθέσεώς μας καὶ ὅτι Τὸν πλησιάζουμε μὲ καυτὸ πόθο, δὲν ἀργοπορεῖ, οὔτε ἀναβάλλει, ἀλλὰ ἀμέσως προσφέρει τὴν ἀγάπη Του καὶ λέγει: “ Ἔτι λαλοῦντος σου ἐρῶ· ἰδοῦ πάρειμι”». (Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου. Εἰς Γέν., ὀμιλ. ΚΖ΄, 6, ΕΠΕ 3, 166 – MG 53, 247-248).
Ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὰ παραπάνω ἡ μετάνοια ἀποτελεῖ ἀλλαγὴ τρόπου ζωῆς καὶ σκέψεως καὶ ὁλοκληρωτικὴ ἀφοσίωση στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, σὰν μιὰ μεγάλη εὐχαριστία πρὸς τὸν Θεὸν, γιὰ τὴν ἄπειρη ἀγάπη Του, γιὰ ὅλους αὐτοὺς ποὺ ὁμολογοῦν τὰ ἁμαρτήματά τους. «“ Ἐγὼ, ἥμαρτον καὶ ἐγὼ ὁ ποιμὴν ἐκακοποίησα”. Καταδικάζει τὸν ἐαυτό του καὶ γι΄ αὐτὸ βρίσκει συγχώρηση. Γιατὶ τίποτε δὲν κάνει τὸν Θεὸ τόσο ἐλεήμονα καὶ σπλαχνικό, ὅσο τὸ νὰ ὁμολογοῦμε τὰ ἁμαρτήματά μας». ( Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου. Εἰς Ψαλμ. ΡΜ΄, 6, ΕΠΕ 7, 312 – MG 55, 438 ζ΄). «Κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ζοῦν μέσα στὴν ἁμαρτία, ἄς μὴν ἀπογοητεύεται· κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἐναρέτους ἄς μὴν μένει ἀδρανής. Οὔτε αὐτὸς (ὁ ἐνάρετος) νὰ παίρνῃ θάρρος· γιατὶ πολλὲς φορὲς ἡ πόρνη θὰ τὸν ξεπεράσῃ· οὔτε καὶ ὁ ἁμαρτωλὸς νὰ ἀπογοητεύεται· γιατὶ εἶναι δυνατὸν αὐτὸς καὶ τοὺς πρώτους νὰ τοὺς ἀφήσῃ πίσω του. Ἄκουσε τὶ λέει ὁ Θεὸς πρὸς τὴν Ἰερουσαλήμ: “Εἶπον μετὰ τὸ πορνεῦσαι αὐτὴν ταῦτα πάντα, πρὸς με ἀνάστρεψον, καὶ οὐκ ἀνέστρεψεν”. Ὅταν ἐπιστρέψουμε στὴν θερμὴ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, δὲν θυμᾶται τὰ περασμένα ὁ Θεός. Δὲν εἶναι μικροπρεπὴς ὁ Θεός, ὅπως οἱ ἄνθρωποι· γιατὶ δὲν μᾶς κατηγορεῖ γιὰ τὶς προηγούμενες πράξεις μας, οὔτε λέει, ἄν μετανοήσουμε, γιατὶ ἄφησες νὰ περάσῃ τόσος χρόνος· ἀλλὰ μᾶς ἀγαπάει, ὅταν γυρίσουμε κοντά Του· μόνον νὰ γυρίσουμε ὅπως πρέπει». (Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Ματθ., ὀμιλ. ΞΖ΄, 4, ΕΠΕ 11, 632 – MG 58, 637).
Ὁ μετανοημένος ἄνθρωπος γιὰ νὰ πετύχῃ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν του, θὰ πρέπῃ νὰ ἐξομολογηθῇ τὶς ἁμαρτίες του σὲ ἐντεταλμένο Πνευματικό.
Σύμφωνα μὲ τὸν Θαυματουργὸ Ἅγιο τοῦ 20ου αἰῶνος, Ἅγιο Νεκτάριο ἐπίσκοπο Πενταπόλεως: «Ἡ ἐξομολόγησις εἶνε ἐξαγόρευσις ἐκούσιος καὶ εἰλικρινὴς τῶν πεπραγμένων ἁμαρτημάτων, ἄνευ αἰδοῦς καὶ συστολῆς, καὶ αὐτοκατηγορία μετὰ συντριβῆς καρδίας ἐνώπιον τοῦ προσώπου, τοῦ ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας τεταγμένου πρὸς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν».
Στὴν συνέχεια ἡ γραφίδα μᾶς ὀδηγεῖ στοὺς λόγους τοῦ Ἁγίου, σχετικὰ μὲ τὸ Μυστήριον τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως, τοὺς ὁποίους καὶ παραθέτουμε σὲ μετάφραση.
«Ὁ ἐξομολογούμενος ὀφείλει νὰ προσέλθῃ στὸν Πνευματικό του πατέρα, νὰ ξεσκεπάσῃ τὴν καρδιά του, νὰ φανερώσῃ τὰ ἀφανέρωτα καὶ τὰ κρυφά τους, χωρὶς ντροπὴ καὶ διστακτικότητα, μὲ παρρησία καὶ μὲ συντριβὴ καρδιᾶς καὶ νὰ ζητήσῃ νὰ ἰκανοποιήσῃ τὴν θεία εὐσπλαχνία, γιὰ νὰ θεραπευθῇ στὴν ψυχή καὶ νὰ πετύχῃ τὴν σωτηρία.
Αὐτοὶ ποὺ ἁμάρτησαν κι ἀπὸ ντροπὴ δὲν ἀξομολογοῦνται, παραδίνουν, γιὰ τὴν ντροπή, τὴν ψυχή τους στὸν θάνατο. Αὐτοὶ παθαίνουν τὰ ἴδια μὲ τοὺς ἀρρώστους, ποὺ ἀπὸ ντροπὴ δὲν καταφεύγουν στοὺς γιατροὺς κι ἐξαντλοῦνται ἀπὸ τὴν ἀρρώστια, ἡ ὁποία γρήγορα τοὺς στἐλνει στὸν ἅδη. Ὁ ἁμαρτωλὸς πρέπει νὰ ἐξομολογηθῇ γιὰ νὰ σωθῇ.
Ὁ Θεὸς μὲ τὸν Προφήτη Ἠσαΐα, δίνει τὴν ἐξῆς ἐντολή: “Λέγε σὺ πρῶτος τὰς ἁμαρτίας σου, ὅπως δικαιωθῇς, ὅτι ἐγὼ εἰμὶ ὁ ἐξαλείφων τὰς ἁμαρτίας σου”.
Γι’ αὐτούς, ποὺ ντρέπονται καὶ δὲν προσέρχονται στὴν σωτήρια ἐξομολόγηση, οἱ Ἅγιοι Πατέρες συμβουλεύουν αὐτά: “ Ἡ ντροπὴ, ἄν βέβαια ντροπὴ μποροῦμε νὰ ὀνομάσουμε αὐτὴ τῆς ἐξομολογήσεως, προξενεῖ δόξα καὶ χάρη”, ὅπως λέει καὶ ὁ σοφὸς Σολομών:“ Ὑπάρχει ἐντροπὴ, ἡ ὁποία εἶναι ἀξιοκατάκριτος ἁμαρτία. Ὑπάρχει ὅμως αἰδημοσύνη καὶ συστολή, ἡ ὁποἰα εἶναι διὰ τὸν ἄνθρωπον δόξα καὶ χάρις”. Νὰ τὶ λέει ὁ θεῖος Χρυσόστομος: “Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλοὺς λένε, εἶμαι γεμᾶτος ἀπὸ ρυπαρότητα· πῶς μπορῶ νὰ προσέλθω στὸν Θεό; Πῶς μπορῶ νὰ Τὸν παρακαλέσω; Αὐτοὶ εἶναι ἄρρωστοι ἀπὸ διαβολικὴ εὐλάβεια· καταφοβισμένος εἶσαι; Γι’ αὐτὸ πρόσελθε γιὰ ν’ ἀποκτήσῃς πολὺ θάρρος· γιατὶ μήπως εἶναι ἄνθρωπος αὐτὸς μὲ τὸν ὁποῖο πρόκειται νὰ συνδιαλλαγῇς; Θεὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ θέλει περισσότερο νὰ σὲ ἀπαλλάξῃ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες· δὲν ἐπιθυμεῖς σὺ τὴν ἀσφάλειά σου τόσο, ὅσο ἐκεῖνος ἐπιθυμεῖ τὴν Σωτηρία σου”. Καὶ ὁ σοφὸς Σερὰχ παραγγέλει, λέγοντας: “Μὴν ἐντραπεῖς νὰ ὁμολογήσῃς τὰς ἁμαρτίας σου”. Καὶ ὁ Ἰώβ: “ Ἐάν δὲ μοῦ ἔτυχε νὰ ἁμαρτήσω, χωρὶς νὰ τὸ θέλω καὶ ἔκρυψα τὴν ἁμαρτίαν μου, ἄς μὲ τιμωρήσει ὁ Θεός. Ποτὲ ὅμως δὲν ὑπεστάλην καὶ δὲν ἐντράπηκα τὸν πολὺν λαόν, ὥστε νὰ μὴν ὁμολογήσω ἐνώπιον αὐτοῦ τὸ πταῖσμα μου”.
Καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος λέει, ὅτι ὀφείλουμε μὲ παρρησία μὲ τὸ στόμα νὰ ἐξομολογηθοῦμε, ἐπειδὴ μὲ τὸ σῶμα ἁμαρτήσαμε καὶ νὰ τὰ λόγια του: “Διότι, ἐπειδὴ ἁμαρτήσαμε μὲ τὸ σῶμα, ὅταν ὑποδουλώσαμεν τὰ μέλη μας εὶς τὴν ἁμαρτίαν, διὰ νὰ πράξωμεν τὴν ἀνομίαν μὲ τὸ σῶμα καὶ νὰ ἐξομολογηθοῦμε, χρησιμοποιοῦντες τὸ ἴδιο ὄργανο γιὰ τὴν συγχώρηση τῆς ἁμαρτίας μὲ τὸ ὁποῖο ἁμαρτήσαμε. Ἐκακολόγησες; Εὐλόγησε. Ἔγινες πλεονέκτης; Ἐπίστρεψέ τα. Ἐμέθυσες; Νήστευσε. Ὑπερηφανεύθης; Ταπεινώσου. Ἐφθόνησες; Ἐπαίνεσε. Ἐφόνευσες; Μαρτύρησε· ἤ κάνε ἐκεῖνα, ποὺ εἶναι ἰσοδύναμα μὲ τὸ μαρτύριο μὲ τὴν ἐξομολόγηση, βασάνισε τὸ σῶμα σου. Καὶ τότε μετὰ τὴν ἐξομολόγηση εἶσαι ἄξιος νὰ ψάλλῃς τὸν Θεὸ μὲ δεκάχορδο ψαλτήρι”.
Πρὸς αὐτοὺς πάλι, ποὺ ἀναβάλλουν τὴν ἐξομολόγησή τους ἀπὸ μέρα σὲ μέρα, νὰ τὶ οἱ Πατέρες συμβουλεύουν: “Χρονοτριβῶντας κι ἀποφεύγοντας νὰ ἐξομολογηθῇς τοὺς λογισμούς σου ἀπὸ τὸ ὅτι δὲν ἔχῃς καμμιὰ ὠφέλεια, βεβαιώνεις ἔμπρακτα ὅτι ὁ ἐχθρὸς σοῦ ἀποκάλυψε τὸ μυστήριο καὶ φοβᾶσαι νὰ δυσαρεστήσῃς καὶ νὰ ἐκπέσῃς ἀπὸ τὴν ἀγάπη του, ἄν ἤθελες βέβαια νὰ τὸ ἀποκαλύψῃς σὲ πνευματικοὺς ἄνδρες”.
Ὁ δὲ σοφὸς Σειρὰχ προτρέπει, λέγοντας: “Πρὶν σὲ κρίνει ὁ Κύριος, ἐξέτασε σὺ τὸν ἐαυτόν σου· καὶ κατὰ τὴν ὥραν τῆς ἐπισκέψεως τοῦ Κυρίου, θὰ εὕρῃς ἐνώπιόν Του ἔλεος καὶ συγχώρησιν”».
Καὶ συνεχίζει ὁ ἅγιος Νεκτάριος: «Οἱ προσερχόμενοι πρὸς τὴν ἐξομολόγηση ἀπὸ συνήθεια καὶ μὲ πρόσχημα, αὐτοὶ ποὺ ἐξομολογοῦνται χωρὶς εἰλικρίνεια τὰ ἁμαρτήματά τους, ἤ ἀπὸ ντροπὴ τὰ ἀμβλύνουν καὶ τὰ δικαιολογοῦν, αὐτοὶ ποὺ δικαιώνουν τοὺς ἐαυτούς τους καὶ κατηγοροῦν ἄλλους, αὐτοὶ τὸν Θεὸ ἐμπαίζουν, φερόμενοι παράλογα. Ἀλλ’ ὁ Θεὸς δὲν ἐμπαίζεται, γιατὶ τὰ γνωρίζει ὅλα. Αὐτοί, ποὺ ἀποκρύβουν τὰ ἁμαρτήματά τους, παθαίνουν τὰ ἴδια μὲ τοὺς ἀρρώστους, ποὺ ἀποκρύπτουν τὶς ἀρρώστιες τους καὶ δὲν φανερώνουν πρὸς τοὺς γιατροὺς τὴν ἀλήθεια ἀπὸ ντροπή, ἀλλὰ ἄν γίνεται κάποια θεραπεία στὸ πάθος τους, γίνεται καὶ σ’ αὐτούς, ποὺ προσέρχονται καὶ στοὺς πνευματικοὺς γιατροὺς καὶ ἀποσιωποῦν τὴν ἀλήθεια.
Αὐτός ποὺ ἁμάρτησε, δὲν πρέπει νὰ χάνῃ καθόλου καιρό, ἄν λυπᾶται τὴν ψυχή του, ἀλλὰ ἀμέσως νὰ τρέχῃ μετανοιωμένος στὴν ἐξομολόγηση καὶ θὰ βρῇ κάποια δύναμη γιὰ ν’ ἀποκρούει τὴν ἁμαρτία. Λέει ὁ πατὴρ Νεῖλος: “Συνηθίζει ἡ πνευματικὴ διδασκαλία νὰ ἀποδιώχνῃ τὸν καπνὸ τῆς κακίας, ποὺ ἔχει σωριαστεῖ στὶς ψυχές”.
.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Ὁ Σιναΐτης καὶ ἡ Κλίμαξ
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος λέει ὅτι: “Πληγές, ποὺ καταπολεμοῦνται δὲν θὰ χειροτερέψουν, ἀλλὰ θὰ γιατρευτοῦν. Γιατὶ τίποτε δὲν δίνει τόση δύναμη στοὺς δαίμονες καὶ στοὺς λογισμούς μας ἐναντίον μας, ὅση νὰ τρέφουμε μέσα στὴν καρδιά μας τοὺς ἀνεξομολόγητους λογισμούς”. Τέτοια καὶ τόσο μεγάλα εἶναι τὰ ὀφέλη, ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴν ἄμεση καὶ εἰλικρινὴ ἐξομολόγηση.
Ὁ Ἰὼβ λέει: “Ἀρκεῖ μόνον ὁ ἄνθρωπος νὰ συναισθανθῇ μὲ τὴν καρδιά του καὶ ἐπιστρέψῃ διὰ τῆς μετανοίας πρὸς τὸν Κύριον, νὰ ὁμολογήσῃ δὲ εἰς κάθε ἄνθρωπον τὴν ἀξίαν μομφῆς καὶ καταδίκης συμπεριφοράς του, νὰ δείξῃ δὲ φανερὰ τὴν ἀσύνετον διαγωγήν του ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ. Τότε ὁ Θεὸς θὰ τὸν βαστάσῃ καὶ θὰ τὸν στηρίξῃ, ὥστε νὰ μὴν πέσῃ νεκρός. Θὰ ἀνανεώσῃ δὲ αὐτοῦ τὸ σῶμα, ὅπως ἀνανεώνεται ὁ ἀσπριζόμενος τοῖχος. Τὰ δὲ ὀστᾶ του θὰ γεμίσουν ἀπὸ μυελόν. Τὰς ἐξηντλημένας καὶ ἀπεξηραμμένας σάρκας του θὰ τὰς θεραπεύσῃ καὶ θὰ καταστήσῃ ἁπαλὰς ὁ Κύριος, ὅπως τοῦ μικροῦ παιδιοῦ. Θὰ ἀποκαταστήσῃ δὲ αὐτὸν τὸν ἄνδρα μεταξὺ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Ὅταν δὲ εὐχηθῇ καὶ ἀπευθύνῃ δεήσεις πρὸς τὸν Κύριον, θὰ γίνουν δεκτὰ τὰ αἰτἠματά του. Θὰ παρουσιασθῇ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου μὲ πρόσωπον ἰλαρὸν καὶ χαρωπὸν ἐκφράζων δοξολογίας καὶ εὐχαριστίας πρὸς τὸν Θεόν. Εἰς τοὺς ἀποδεχομένους κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον τὴν συνετὴν παιδαγωγίαν, θὰ ἀποδώσῃ ὁ Κύριος τὴν δικαίωσιν καὶ τὴν ἀμοιβὴν τῶν δικαίων”.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος διδάσκει καὶ τὸν τρόπο τῆς ἐπανόρθωσης τῶν πλημμελημάτων, ποὺ ἔχουν πραχθεῖ, λέγοντας: “Περιστοιχίσου μὲ λίπασμα, μὲ δάκρυα, μὲ στεναγμούς, μὲ τὴν διόρθωση μέσω τῆς ἐξομολογήσεως καὶ τῆς δημοσίας φανέρωσης καὶ καταισχύνης. Γιὰ τίποτε ἄλλο δὲν χαίρει τόσο πολὺ ὁ Θεός, ὅσο μὲ τὴν διόρθωση καὶ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, χάριν τοῦ ὁποίου ἔχουν λεχθεῖ τὰ πάντα καὶ ἔχουν δοθεῖ ὅλα τὰ Μυστήρια”.
Ὥς πρὸς τὴν ἐπιλογὴ τοῦ Πνευματικοῦ Πατέρα ὁ Ἅγιος Νεκτάριος συμβουλεύει: «Ἡ ἐξομολόγηση ὅμως ἀπαιτεῖ καὶ τὴν εὔρεση ἱκανοῦ καὶ ἔμπειρου γιατροῦ, Πνευματικοῦ Πατέρα. Γιὰ τὴν ἀνάγκη αὐτή, ποὺ δὲν γίνεται ν’ ἀποφευχθῇ, νὰ τὶ λέει κάποιος Ἅγιος Πατέρας: “Ὅπως, λοιπόν, τὰ νοσήματα τοῦ σώματος δὲν τὰ ἀποκαλύπτουν οἱ ἄνθρωποι στοὺς ὁποιουσδήποτε, οὔτε στοὺς τυχαίους, ἀλὰ στοὺς ἔμπειρους γιὰ τὴν κάθε ἀρρώστια, ἔτσι καὶ ἡ ἐξομολόγηση τῶν ἁμαρτιῶν πρέπει νὰ γίνεται σ’ αὐτοὺς ποὺ μποροῦν νὰ τὶς γιατρέψουν”. Ὥστε, πρέπει νὰ φροντίζουμε καὶ νὰ ἐπιζητοῦμε τοὺς ἔμπειρους γιατρούς, ποὺ θὰ μποροῦν νὰ γιατρέψουν τὰ τραύματα τῆς πληγωμένης ψυχῆς μας ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες. Φροντίδα, ποὺ δὲν παίρνει ἀναβολὴ γιὰ τὸν βίαιο χαρακτῆρα τῶν τραυμάτων καὶ τῶν ποικίλων παθῶν. Φροντίδα ἀνάλογη μὲ τὸν ἐπικείμενο κίνδυνο. Γιατί, ὅπως ὁ ἀδέξιος γιατρὸς στέλνει πολλοὺς στὶς πόρτες τοῦ ἅδη, ἔτσι καὶ ὁ ἀκατάλληλος καὶ ἄσοφος πνευματικὸς στέλνει πολλὲς ψυχὲς στὸν ἅδη».
Καὶ συνεχίζει ὁ Νεκτάριος: «Ἡ ἐξομολόγηση εἶναι ἀναγκαία γιὰ τοὺς ἐξῆς λόγους: α) γιατὶ εἶναι ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, β) γιατὶ ἐπαναφέρει καὶ ἀποκαθιστᾶ τὴν εἰρήνη μεταξὺ τοῦ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων καὶ γ) γιατὶ ἠθικὰ καὶ πνευματικὰ ὠφελεῖ τὸν ἄνθρωπο.
Τὸ ὅτι ἡ ἐξομολόγηση εἶναι θεῖα ἐντολὴ φαίνεται ἀπὸ τὶς Ἅγιες Γραφὲς, τὴν Παλαιὰ καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη. Ὅλοι οἱ Προφῆτες καὶ ἰδίως ὁ Δαυΐδ παραγγέλνουν τὴν ἐξομολόγηση. Τὴν μετάνοια ἀκολουθοῦσε ἡ ἐξομολόγηση. Ἔτσι αὐτοὶ ποὺ πήγαιναν στὸν Ἰορδάνη, στὸν Κἠρυκα τῆς Μετανοίας, τὸν Βαπτιστὴ Ἰωάννη, ἐξομολογοῦνταν προηγουμένως τὶς ἁμαρτίες τους. “Τότε ἐξεπορεύετο πρὸς αὐτὸν Ἱεροσόλυμα καὶ πᾶσα ἡ Ἰουδαία καὶ πᾶσα ἡ περίχωρος τοῦ Ἰορδάνου, καὶ ἐβαπτίζοντο ἐν τῷ Ἰορδάνῃ ὑπ’ αὐτοῦ ἐξομολογούμενοι τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν”. (Κατὰ Ματθαῖον, Γ΄5-6). Ἄρα, ἡ ἐξομολόγηση εἶναι θεία ἐντολὴ καὶ σὰν ἐντολὴ καὶ μάλιστα θεία, πρέπει νὰ τηρεῖται ἀκριβῶς γιὰ τὴν σωτηρία τῶν μετανοούντων. Ἡ ἐντολὴ αὐτὴ πῆρε καὶ νέο κῦρος στὴν Καινὴ Διαθήκη. Ἡ ἐξομολόγηση ὑπῆρξε ἡ θύρα τῆς εἰσόδου στὸν Χριστιανισμὸ καὶ τοῦτο τρανὰ φανερώνεται ἀπὸ τὴν ἐξομολόγηση ὅσων βαπτίζονταν στὸν Ἰορδάνη ἀπὸ τὸν Ἰωάννη, τοῦ ὁποίου τὸ βάπτισμα ἦταν προθάλαμος γιὰ τὸν Χριστιανισμό, γιατὶ ἔλεγε: “Ἐγὼ μὲν βαπτίζω ὑμᾶς ἐν ὕδατι εἰς μετάνοιαν· ὁ δὲ ὁπίσω μου ἐρχόμενος ἰσχυρότερός μού ἐστιν, οὗ οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς τὰ ὑποδήματα βαστάσαι· αὐτὸς ὑμᾶς βαπτίσει ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καὶ πυρί.” (Κατὰ Ματθαῖον, Γ΄ 11).
Αὐτὸ ἐπίσης μαρτυρεῖται καὶ ἀπὸ τὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. Γιατί, στὴν διήγησή του ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Λουκᾶς, γιὰ τὴν προσέλευση στὸν Χριστιανισμὸ τῶν Ἐφεσίων, λέει ὅτι ἔρχονταν γιὰ νὰ ἐξομολογηθοῦν τὶς πράξεις τους καὶ μάλιστα ἐνώπιον ὅλων. Νὰ τὰ λόγια τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου: “Πολλοὶ τε τῶν πεπιστευκότων ἤρχοντο ἐξομολογούμενοι καὶ ἀναγγέλλοντες τὰς πράξεις αὐτῶν”. (Πράξεις, ΙΘ΄ 18). Ἡ προσευχὴ τοῦ “Πάτερ Ὑμῶν” εἶναι μία συνεχὴς καὶ καθημερινὴ ἐξομολόγηση. Ἡ αἴτηση γιὰ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας, εἶναι ὁμολογία τῶν ἁμαρτιῶν. Τὴν ἐξομολόγηση συνιστᾶ καὶ ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος μὲ τὰ λόγια: “Ἐξομολογεῖσθε ἀλλήλοις τὰ παραπτώματα καὶ εὔχεσθε ὑπέρ ἀλλήλων, ὅπως ἰαθῆτε· πολὺ ἰσχύει δέησις δικαίου ἐνεργουμένη”. (Καθ. Ἐπιστ. Ἰακώβου, Ε΄16). Ὁ Ἅγιος Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης συμβουλεύει, ὅταν λέει: “Ἐάν ὁμολογῶμεν τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν, πιστὸς ἐστὶ καὶ δίκαιος, ἵνα ἀφῇ ἡμῖν τὰς ἁμαρτίας καὶ καθαρίσῃ ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἀδικίας.” (Α΄ Καθ. Ἐπιστ. Ἰωάννου, Α΄ 9). ¨Η ἐξομολόγηση σὰν ἀρχαῖο ἔθιμο τῆς Ἐκκλησίας, ἀναφέρεται καὶ στὸν Εἰρηναῖο (Κατὰ αἰρέσεων Α΄ 13), στὸν Τερτυλλιανὸ (Περὶ μετανοούντων 2,4,9,10), στὸν Κλήμεντα τὸν Ἀλεξανδρέα (Στρωματεῖς Β΄ 12), στὸν Ὠριγένη (σὲ Ὀμιλία Β΄ 4 στὸ Λευϊτικό) καὶ στὸν Κυπριανό (Ἐπιστολή LVLIX)».
Σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγιο Νεκτάριο: «Τὴν ἐξομολόγηση οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες τὴν θεωροῦσαν ἀναγκαία καὶ ὠφέλιμη, γιατὶ γιὰ νὰ μποῦν στὸ νόημα τῶν Ἐλευσινίων καὶ τῆς Σαμοθράκης μυστηρίων, ἐξομολογοῦνταν προηγουμένως τὶς ἁμαρτίες τους (Πλουτάρχου Ἀποφθέγματα). Καὶ ὁ Σωκράτης συμβούλευε τὴν ἐξομολόγηση σὰν Σωτηρία: “Ἄν κάποιος σὲ ἀδικήσῃ, μὲ τὴν θέλησή του νὰ πάῃ πρὸς τὰ ἐκεῖ, ὅπου τρέχοντας στὸν γιατρό (=δικαστή) θὰ τιμωρηθῇ, γιὰ νὰ μὴν τοῦ γίνῃ χρόνιο τὸ νόσημα τῆς ἀδικίας καὶ ὑποσκάψει τὴν ψυχὴ καὶ τὴν κάνει νὰ μὴν παίρνῃ γιατρειά”. (Πλάτωνος Γοργίας).
Καὶ ὁ Πυθαγόρας ἔλεγε: “Νὰ προσπαθῇς τὰ ἁμαρτήματά σου νὰ μὴν τὰ καλύπτῃς μὲ δικαιολογίες, ἀλλὰ νὰ τὰ διορθώνῃς μὲ ἐλέγχους”.
Καὶ ὁ Ἀριστοτέλης: “Δὲν ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τὸν ἀναμάρτητο αὐτὸς ποὺ ὁμολόγησε καλόγνωμα τὴν ἁμαρτίαν του».
Καὶ πάλιν ὁ Ἅγιος Νεκτάριος: «Αὐτὸς, ποὺ δὲν ἐξομολογεῖται τὴν ἁμαρτία του ποτὲ δὲν θὰ βρῇ ἀνάπαυση, γιατὶ ποτὲ δὲν θὰ φέρῃ κοντά του τὸν Θεό. Αὐτός, ποὺ δὲν ἐξομολογεῖτα τὸ ἁμάρτημά του, βρίσκεται πάντοτε κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ἐνοχῆς καὶ μακρυὰ ἀπὸ τὸν Θεό.
Ἡ ψυχὴ ζητάει τὴν ἐξομολόγηση, γιατὶ γνωρίζει τὴν θεία ἐντολή, γιατὶ κατάλαβε ὅτι ἡ ἐξομολόγηση εἶναι μόνο μέσον τῆς συμφιλίωσης καὶ εἰρήνευσης μὲ τὸν Θεό. Μόνο ἡ Ἐκκλησία ἔλαβε τὴν ἐξουσία νὰ συμφιλιώνῃ τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν Θεὸ καὶ ν’ ἀποδίδῃ τὴν θεραπεία. Γι’ αὐτὸ πρὸς τὴν Ἐκκλησία πρέπει ὁ ἁμαρτωλὸς νὰ προστρέξῃ. Αὐτὴ μόνο μπορεῖ νὰ τὸν συμφιλώσῃ μὲ τὸν Θεό. Τὸ ἔργο καὶ ἡ ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας τὸ μαρτυροῦν.
Ἐκεῖνος ποὺ ἁμάρτησε στὸν Θεό, ἔχει ἀνάγκη μεσίτη. Ὁ ἐρχομὸς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἐξουσία, ποὺ δόθηκε στοὺς Ἀποστόλους Του νὰ συγχωροῦν ἁμαρτίες, τὸ μαρτυρεῖ. Γιατί, ἄν δὲν ἦταν ἀναγκαῖα ἡ ἄφεση γιὰ τὴν θεραπεία τῶν ψυχῶν, οὔτε ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν τῆς ἀνθρωπότητας ἦταν ἀναγκαία, οὔτε οἱ Ἀπόστολοι, ποὺ στάλθηκαν γιὰ τὸ κήρυγμα ἦταν ἀνάγκη νὰ ἐφοδιασθοῦν μὲ τέτοια ἐξουσία. Γιατὶ ἡ πίστη πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ τὸ βάπτισμα μόνο θὰ ἀρκοῦσε καὶ ὁ Θεὸς θὰ μποροῦσε νὰ κρατήσῃ γιὰ τὸν ἐαυτό του αὐτὴ τὴν ἐξουσία, τὸ νὰ συγχωρῇ τὶς ἁμαρτίες. Ἀλλὰ ἔδωσε τὴν ἐξουσία στοὺς Ἀποστόλους, ὄχι μόνο νὰ συγχωροῦν ἁμαρτίες, ἀλλὰ καὶ νὰ μὴν τὶς συγχωροῦν. Ἔδωσε ἐξουσία νὰ τὶς δεσμεύουν καὶ νὰ τὶς λύνουν, ὅπως ἀναφέραμε καὶ προηγουμένως. Ἡ ἐξουσία αὐτή, ποὺ δόθηκε τόσο ἀπόλυτα, μαρτυρεῖ βέβαια τὴν ἀπόλυτη ἀνάγκη, ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὸ ἀποστολικὸ ἔργο. Ἄν δὲ ἡ ἰδρυθεῖσα Ἐκκλησία παρέλαβε τὸ ἀποστολικὸ ἔργο γιὰ νὰ τὸ συνεχίσῃ, συμπεραίνεται ὅτι παρέλαβε καὶ τὸ δικαίωμα νὰ δεσμεύῃ καὶ νὰ λύνῃ ἁμαρτίες».
Στὴν συνέχεια ὁ Ἅγιος Νεκτάριος μιλάει γιὰ τὴν σωτηριολογικὴ δύναμη, ἐξουσία καὶ ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας: «Ἡ ἐξουσία τοῦ νὰ δεσμεύῃ καὶ τοῦ νὰ λύνῃ δόθηκε, ὅπως ἀποδείχθηκε ἀπὸ τὴν χρήση ποὺ γινόταν, γιὰ νὰ διατηρηθῇ ἡ ἁγιότητα τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ νὰ εἶναι ἁγία καὶ ἄμωμη. Γιατί, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὁ Κύριος ὑμῶν Ἰησοῦς “ἠγάπησε τὴν Ἐκκλησίαν καὶ ἐαυτὸν παρέδωκεν ὑπὲρ αὐτῆς, ἵνα αὐτὴν ἁγιάσῃ, καθαρίσας τῷ λουτρῷ τοῦ ὕδατος ἐν ρήματι, ἵνα παραστήσῃ αὐτὴν ἐαυτῷ ἔνδοξον τὴν Ἐκκλησίαν, μὴ ἔχουσα σπίλον ἤ ρυτίδα ἤ τὶ τῶν τοιούτων, Ἀλλ’ ἵνα ἦ ἁγία καὶ ἄμωμος.” (Πρὸς Ἐφεσίους, Ε΄ 25-27). Ἡ ἐξουσία αὐτὴ δίνει στὴν Ἐκκλησία τὴν δύναμη τοῦ νὰ διατηρεῖται ἁγία καὶ ἄμωμη καὶ νὰ μπορεῖ νὰ γίνῃ ἀληθινὴ ζύμη καὶ νὰ ζυμώσῃ ὅλο τὸ φύραμα. “Εἰ δὲ ἡ ἀπαρχὴ ἁγία, καὶ τὸ φύραμα· καὶ εἰ ἡ ρίζα ἁγία, καὶ οἱ κλάδοι.” Πρὸς Ρωμαίους, ΙΑ΄ 16).
Ἄν ἡ Ἐκκλησία στεροῦνταν ἀπ’ αὐτὴ τὴν δύναμη, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἐκπληρώσῃ τὴν ἀποστολή της, γιατὶ μὲ ποιὸ τρόπο θὰ διαφυλασσόταν ἁγία καὶ ἄμωμη; Πῶς θὰ ἀπέκλειε τοὺς βδελυροὺς ἀπὸ τὴν ὁμήγυρη ἤ καὶ πῶς θὰ προσλάμβανε τοὺς μετανοιωμένους; Τὶ εἴδους συναίσθηση θὰ εἶχε γιὰ τὴν ἠθικὴ κατάσταση τῶν μελῶν της; Ἀπὸ ποῦ θὰ γνώριζε ὅτι δίνῃ τὰ ἅγια στοὺς ἁγίους, ἤ ὅτι πάλι ἀποστερεῖ αὐτούς, ποὺ ἤδη εἶχαν ἐξιλεώσει τὸν Θεὸ μὲ τὴν μετάνοια;
Ἡ μεγάλη ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ θεῖος χαρακτήρας της ὑποχρεώνουν τὰ μέλη της νὰ τὴν διατηροῦν ἁγία καὶ ἄμωμη, χωρὶς νὰ ἔχῃ κηλίδα ἤ ρυτίδα ἤ κάτι σχετικὸ μ’ αὐτά, γιὰ νὰ εἶναι ἁγία καὶ ἄμωμη καὶ ὡς νύμφη τοῦ Χριστοῦ ἀγαπημένη καὶ καθαρισμένη μὲ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Ἔχοντας δὲ ἀποστολὴ νὰ ζυμώσῃ ὅλο τὸ φύραμα (ζύμη), νὰ μπορῇ νὰ ἐκπληρώσῃ τὸν μεγάλο της προορισμό. Οἱ βαρυφορτωμένοι μὲ ἁμαρτίες, ποὺ καλοπερνοῦν μ’ αὐτὲς κι ἔχουν σχέση μὲ τὴν Ἐκκλησία, βεβηλώνουν τὴν ἁγιότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ γίνονται ἐμπόδιο στὸ ἔργο τῆς μεγάλης της ἀποστολῆς».
Παρακάτω ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ἐρμηνεύει τὸν παιδαγωγικὸ ρόλο τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ βοηθήσῃ τὸν ἁμαρτωλὸ νὰ ἐλθῃ σὲ μετάνοια: «Στὴν Ἁγία Γραφὴ ἀναφέρονται πάρα πολλὰ παραδείγματα τῆς θείας τιμωρίας, γιὰ τὶς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων. Ἔχει γραφῆ στὴν ἱστορία ὅτι, κατὰ τὴν περίοδο ποὺ ἦταν βασιλιὰς ὁ Δαυΐδ, ἁμάρτησε στὸν Θεό, κάνοντας καταμέτρηση τοῦ λαοῦ. Καὶ ὁ Θεὸς ἔστειλε Ἄγγελο ἐξολοθρευτὴ καὶ θανάτωσε ἑβδομήντα χιλιάδες μέσα σὲ τρεῖς ἠμέρες. Ἐπίσης, ὁ λαὸς τοῦ Ἰουδαϊκοῦ βασιλείου καὶ Ἰσραηλιτικοῦ βασιλείου τιμωρήθηκε γιὰ τὶς παρεκτροπὲς τῶν βασιλιάδων του.
Γιὰ τὸ ὅτι γιὰ κάθε ἁμάρτημα ἀπαιτεῖται ἰκανοποίηση τῆς Θείας Δικαιοσύνης ἀναφέρονται, ἐπίσης, πολλὰ στὴν Ἱερὴ Γραφή. Ἀλλὰ ἕνα ἀπ’ αὐτά, τοῦ ὁποίου ὑπόθεση εἶναι ἡ ἀδελφὴ τοῦ Μωϋσῆ Μαριάμ, πρέπει νὰ ἀναφερθῇ: Ἡ Μαριὰμ ἔβγαλε γλῶσσα κατὰ τοῦ Μωϋσῆ. Ἡ ἀθυροστομία της θεωρήθηκε σὰν ἁμαρτία πρὸς τὸν Θεὸ κι ἀμέσως γέμισε ὁλόκληση ἀπὸ λέπρα. Ἀναφέρει ἡ Γραφὴ ὅτι: “ἄν δὲν τῆς ἐπιβαλλόταν ἀφορισμὸς (=ἀποβολή – ἀπομάκρυση) καὶ νὰ μείνῃ ἐπὶ ἑπτὰ ἠμέρες ἔξω ἀπὸ τὴν παρεμβολὴ τῶν Ἑβραίων, δὲν θὰ ἀπαλασσόταν ἀπὸ τὴν λέπρα”. Ἀλλὰ καὶ ὁ πόρνος τῆς Κορίνθου ἄν δὲν παραδινόταν ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο στὸν Σατανά, δὲν θὰ σωζόταν ἡ ψυχή του. Γιὰ ὅλα αὐτὰ καὶ οἱ ἅγιες Σύνοδοι καὶ οἱ θεοφόροι Πατέρες, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος καὶ ὁ Πέτρος, πατράρχες Ἀλεξανδρείας, καὶ ὁ Διονύσιος καὶ ὁ Γρηγόριος ὁ θαυματουργὸς καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος καὶ ὁ θεῖος Χρυσόστολος κι ἄλλοι, ἀνάλογα μὲ τὴν ποσότητα καὶ ποιότητα τῶν ἁμαρτημάτων, ὁρίζουν ἀκριβῶς τὴν ἰκανοποίηση γιὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ προσθέτουν, ὅπως λέει κάποιος Πατέρας, ἐκεῖνος, ποὺ δὲν πείσθηκε εἶναι ἀναγκαῖο νὰ παραπεμφθῇ στὰ ἐκεῖ δικαστήρια καὶ νὰ λογοδοτήσῃ γιὰ ὅσα ἔπραξε ἀνοσιουργήματα ἀθετώντας τοὺς κανόνες (=νόμους–θεσμούς) τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας».
Καὶ συνεχίζει ὁ Ἅγιος Νεκτάριος: «Ἄρα, ἐπιβάλλεται ἀναπόφευκτα ἡ ἰκανοποίηση τῆς θείας δικαιοσύνης (=εὐσπλαχνίας) ποὺ ὑπέστη τὴν προσβολή. Ὥστε ἀνάγκη, ποὺ δὲν ἐπιδέχεται ἀναβολή, μᾶς ὑποχρεώνει νὰ βιαστοῦμε γιὰ νὰ ἐξιλεώσουμε τὸ θεῖο. Πάνω ἀπ’ ὅλα, γιατὶ δὲν ξέρουμε τὶ θὰ μᾶς παρουσιάσῃ ἡ αὐριανὴ ἠμέρα. Νὰ τρέξουμε μὲ δάκρυα, μὲ συντριβὴ καρδιᾶς, καὶ μὲ κατάνυξη νὰ ἐμφανισθοῦμε μπροστὰ στὸν θεραπευτὴ καὶ δικαστή, ποὺ εἶναι ὁμοιοπαθής μας, στὸν Πνευματικὸ πατέρα, ποὺ συμπάσχει μὲ μᾶς καὶ νὰ ἀδειάσουμε τὸ περιεχόμενο τῆς καρδιᾶς μας, ὁμολογώντας τὰ ἁμαρτήματά μας, γιὰ ν’ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὴν κατάκριση τοῦ ἐκεῖ δικαστηρίου, στὸ ὁποῖο θὰ σταλοῦν ὅλοι ὅσοι δὲν τιμωρήθηκαν γιὰ τὶς πράξεις τους ἀπὸ τὰ δικαστήρια τῆς γῆς, νὰ συμφιλιωθοῦμε μὲ τὸν Θεὸ καὶ νὰ γίνουμε μέτοχοι τῆς ΑΙΩΝΙΑΣ ΖΩΗΣ».
Ὁ Μέγας Βασίλειος νὰ τὶ μᾶς συμβουλεύει γι’ αὐτὸ τὸ θέμα: “Κλᾶψε ἐδῶ τώρα, γιὰ νὰ μὴν κλάψῃς ἐκεῖ. Μετάνοιωσε τώρα ποὺ ἐπιτρέπεται. Μὴν μετανοιώσεις τότε γιὰ τὶς ἁμαρτίες, ποὺ δὲν εἶναι καιρὸς μετανοίας. Ἄς κάνουμε τὸ καλό, ὅσο ἀκόμη μποροῦμε. Ἄν χάσουμε χρήματα, μποροῦμε καὶ πάλι νὰ τὰ ξανακερδίσουμε, ἀλλὰ ἄν χάσουμε τὸν τωρινὸ καιρὸ δὲν μποροῦμε νὰ τὸν βροῦμε. Δὲν ἀγαπάει τόσο πολὺ ἕνας ἐραστής, τρελὸς ἀπὸ ἔρωτα τὴν ἐρωμένη του, ὅσο ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ μὲ μεγάλη ἀγάπη τὴν μετανοιωμένη ψυχή. Γιατὶ τέτοια εἶναι ἡ φιλανθρωπία τοῦ Δεσπότη, ποὺ δὲν ἀποστρέφεται κανένα ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ προσέρχονται σ’ Αὐτὸν, ἀλλὰ τοῦ ἀπλώνει τὸ χέρι”. (Ὁμιλ. Β΄).
Καὶ πάλι ὁ Ἅγιος Νεκτάριος: «Ἄν κάποιος ἔπεσε σὲ μεγάλα καὶ φριχτὰ ἁμαρτήματα, ἄς μὴν ἀποθαρρυνθεῖ, ἀλλὰ ἄς προσέλθει μὲ θάρρος στὴν θεία φιλανθρωπία καὶ θὰ ἐλεηθῇ. Νὰ τὶ λέει γι’ αὐτὸ ὁ θεῖος Βασίλειος: “Μὴν ἀπελπίζεσαι, οὔτε νὰ σταματᾶς νὰ προσεύχεσαι, ἀλλὰ ἔλα, ἄν καὶ ἁμαρτωλός, γιὰ νὰ δοξάσῃς σὺ τὸν Δεσπότη, γιὰ νὰ ἀποδώσῃς σ’ Αὐτὸν τὴν φιλανθρωπία Του, ποὺ ἔδειξε μὲ τὴν συγχώσηση τῶν ἁμαρτημάτων σου. Ἄν φοβηθῇς νὰ προσέλθῃς, παρεμπόδισες τὴν ἀγαθότητά Του καὶ ἐμπόδισες τὴν ἀφθονία τῆς ἀγαθοσύνης Του, ὅσον ἀφορᾶ τὸν ἐαυτόν σου”.
Καὶ ὁ Ἅγιος Νεῖλος συμβουλεύει ἄριστα, λέγοντας: “Χριστὸς ὁ Βασιλιάς Θεὸς δὲν ἀποστρέφεται καθόλου αὐτοὺς ποὺ στρέφονται πρὸς Αὐτόν καὶ ποὺ στενάζουν ἀπὸ τὸ βάθος τῆς καρδιᾶς τους, ἕστω κι ἄν εἶναι βαρυφορτωμένοι μὲ πολλὰ ἁμαρτήματα. Ἀλλὰ καὶ τοὺς πλησιάζει καὶ τοὺς καθαρίζει καὶ τοὺς δίνει χῶρο τὸ χάρισμα τῆς υἱοθεσίας καὶ τοὺς ἀναδείχνει μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου ἐργάτες τῶν ἀρετῶν”.
Κατὰ τὸν Ἅγιο Νεκτάριο: «Ἡ ἐξομολόγηση εἶναι ὠφέλιμη καὶ ἀπὸ ἠθικὴ καὶ πνευματικὴ πλευρά. Αὐτὸς ποὺ ἐξομολογεῖται τακτικὰ ὠφελεῖται ἠθικὰ καὶ πνευματικά. Ἠθικά, γιατὶ οἱ ἠθικὲς ἀποπλανήσεις του ὁλοένα καὶ λιγοστεύουν, καὶ πνευματικά, γιατὶ διδάσκεται ἀπὸ τὸν Πνευματικὸ του πατέρα.
Οἱ ἠθικὲς ἀποπλανήσεις ὀλιγοστεύουν, γιατὶ ὁ τακτικὰ ἐξομολογούμενος προχωρεῖ διαρκῶς προοδεύοντας στὴν ἀρετὴ καὶ στὴν κατὰ Χριστὸν ζωή, καθοδηγούμενος ἀπὸ τὸν Πνευματικό του πατέρα καὶ παίρνοντας δύναμη ἀπὸ τὶς συμβουλές του. Γιατὶ οἱ γνώσεις καὶ ἡ πεῖρα τοῦ Πνευματικοῦ πατέρα, ποὺ κάτω ἀπὸ τὴν διδασκαλία καὶ τὶς συμβουλές του βρίσκεται ὁ ἐξομολογούμενος χριστιανός, ἀπὸ τὴν μία μεριὰ τὸν διδάσκουν τὶ πρέπει νὰ ἀποδέχεται καὶ νὰ πράττῃ καὶ ἀπ’ τὴν ἄλλη, τὶ πρέπει νὰ περιφρονῇ καὶ νὰ ἀπορρίπτῃ. Μὲ τὶς γνώσεις του ὁ Πνευματικός του τὸν οἰκοδομεῖ στὴν ἀρετὴ καὶ μὲ τὴν πεῖρα του τὸν προφυλάσσει ἀπὸ τὶς ἀποπλανήσεις καὶ μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸν καθοδηγεῖ στὴν σωτηρία. Ἡ λεπτομερὴς ἐξομολόγηση τῶν λογισμῶν συντρίβει τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου καὶ ματαιώνει τὶς δόλιες ἐπιβουλὲς του, γιατὶ ἡ ἐμπειρία τοῦ Πνευματικοῦ τὶς ἐλέγχει μὲ κάθε λεπτομέρεια καὶ κάνει φοβερὸ τὸν δόλο.
Ἡ ντροπή μας πρὸς τὸν Πνευματικὸ εἶναι ἀσφάλεια ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας. Γιατὶ ἀπομακρύνει τὶς ὁρμὲς τῆς ἁμαρτίας καὶ ψαλιδίζει τὶς ἄτοπες ἐπιθυμίες. Ἡ ἀνάμνηση ὅτι θὰ ἐμφανισθῇ μπροστὰ στὸν Πνευματικὸ γιὰ νὰ τοῦ ὁμολογήσῃ τὶς ἄτοπες πράξεις του καὶ νὰ παρουσιάσῃ τὸν ἐαυτό του ἐμπαθὴ, καὶ ὅτι κλίνῃ πρὸς τὴν ἁμαρτία καὶ ἀσυνέπεια στὶς πνευματικές του ὑποσχέσεις καὶ πρὸς τὸν Θεὸ καὶ πρὸς τὸν Πνευματικὸ, φέρνει στὸν νοῦ του τὴν μελλοντικὴ ντροπὴ καὶ ἐξασθενίζει τὰ πάθη καὶ τὶς ὀρμές».
Ὅσον ἀφορᾶ τὴν ὠφέλεια ποὺ ἀποκομίζει ὁ ἐξομολογούμενος, ὁ Ἅγιος Νεκτάριος λέει σχετικά: «Αὐτὸς ποὺ ἐξομολογεῖται ἀναπτύσσεται πνευματικά, α) γιατὶ μὲ τὴν διδασκαλία μεταδίδονται σιγά-σιγά στὸν ἐξομολογούμενο οἱ γνώσεις τοῦ δασκάλου, ὅπως συμβαίνει καὶ μὲ τὸν μαθητή, καὶ β) γιατὶ ὁ νοῦς του καθαριζόμενος ἀπὸ τὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς πλάνης, φωτίζεται καὶ σιγά-σιγά μπαίνει στὸ νόημα τῶν θαυμασίων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ καὶ ἀναπτύσσεται».
Κατὰ τὸν Ἅγιο Νεκτάριο: «Ἡ ἐξομολόγηση εἶναι τὸ σωστικὸ φάρμακο τῆς κοινωνίας, γιατὶ μπορεῖ νὰ σώσῃ ἀπὸ τὴν ἀπώλεια πολλὲς ψυχὲς πλανεμένες, γεμάτες ἀπὸ ἄτοπες σκέψεις καὶ πονηροὺς λογισμούς. Ὁ Πνευματικὸς πατέρας εἶναι τὸ πρόσωπο, ποὺ ζητάει μὲ πόθο ἡ ψυχή, πρὸς τὸ ὁποῖο ὁ ἁμαρτωλὸς ἐπιθυμεῖ ν’ ἀνοίξῃ διάπλατα τὴν καρδιά του, γιὰ νὰ ἐξομολογηθῇ, γιὰ νὰ φανερώσῃ τὰ τραύματα τῆς ψυχῆς του. Γιὰ νὰ ζητήσῃ γιατρειά. Γιὰ νὰ ἀνακουφισθῇ. Ὁ Πνευματικὸς εἶναι τὸ ἐνδιάμεσο πρόσωπο, ποὺ συνδέει τὶς ψυχὲς καὶ συσφίγγει τοὺς συνδέσμους τῆς συγγενείας, τῆς φιλίας καὶ τῆς ἀγάπης.
Ὁ Πνευματικὸς πατέρας μπορεῖ, μόνος αὐτός, νὰ συνδέσῃ τὶς ψυχὲς τῶν γονέων καὶ τῶν τέκνων, τῶν συζύγων, τῶν ἀδελφῶν καὶ συγγενῶν. Ὁ Πνευματικὸς πατέρας εἶναι ὁ ἐσωτερικὸς δάσκαλος τῶν κοινωνιῶν, ὁ φρουρὸς τῆς ἠθικῆς τῆς οἰκογένειας, ἡ παρηγοριὰ τῶν θλιμμένων καὶ ἡ βάση ἐξόρμησης αὐτῶν ποὺ κτυπιῶνται ἀπὸ τὰ κύματα στὸ πέλαγος τοῦ βίου.
Ἡ ἐξομολόγηση ἀπὸ ἠθικὴ πλευρὰ εἶναι τὸ μεγαλύτερο εὐργέτημα τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὴν κοινωνία. Ὁ Πνευματικὸς πατέρας εἶναι ὁ ἠθικὸς γιατρὸς τῆς κοινωνίας. Αὐτὸς μόνος μπορεῖ νὰ προλάβῃ ὅλα τὰ κακά, ὅσα σήμερα κατατρύχουν τὴν κοινωνία. Γιατί, θὰ διδάξῃ τοὺς πλανηθέντες, θὰ ἀνασηκώσῃ αὐτοὺς ποὺ ἔπεσαν, θὰ στηρίξῃ αὐτοὺς ποὺ κλονίζονται, θὰ φωτίσῃ αὐτοὺς ποὺ βρίσκονται στὰ σκοτάδια, θὰ καθοδηγήσῃ τοὺς ἀδυνάτους, θὰ βοηθήσῃ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἀνάγκη, θὰ κατευνάσῃ τὶς ὀρμές, θὰ ἀπαλύνῃ τὰ πάθη, θὰ συνδέσῃ τοὺς διχασμένους, θὰ συμφιλιώσῃ τοὺς ἐχθρούς, θὰ συσφίγξῃ τοὺς δεσμοὺς καὶ θὰ χαρίσῃ εἰρήνη στὶς οἰκογένειες. Αὐτὴ εἶναι ἀπὸ ἠθικὴ πλευρὰ ἡ ἐξομολόγηση, τὴν ὁποία δυστυχῶς δὲν τὴν κατανοήσαμε καὶ τὴν ἐγκαταλείψαμε. Γι’ αὐτὸ καὶ πολλὰ τὰ κακὰ ποὺ δέρνουν χωρὶς οἶκτο τὴν κοινωνία».
Ἀπὸ τὰ παραπάνω λόγια τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου εἶναι σαφὲς ὅτι ὁ Πνευματικὸς θὰ πρέπῃ νὰ εἶναι διακριτικὸς, αὐστηρὸς ὅταν πρέπῃ, ἀλλὰ καὶ ἐπιεικής, ὅταν πρέπῃ, τὸ σημαντικὸ δέ, νὰ ἔχῃ ἀγάπη στὸν Θεὸ καὶ στοὺς ἀνθρώπους, φόβο Θεοῦ, νὰ προσπαθῇ νὰ εὐαρεστῇ τὸν Κύριο καὶ ὄχι τοὺς ἀνθρώπους, ὅπως χαρακτηριστικὰ γράφει ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος: «Οὐκ οἴδατε ὅτι ἡ φιλία τοῦ κόσμου ἔχθρα τοῦ Θεοῦ ἐστίν; Ὅς ἄν οὖν βουληθῇ φίλος εἶναι τοῦ κόσμου, ἐχθρὸς τοῦ Θεοῦ καθίσταται». (Καθ. Ἐπιστ. Ἰακώβου, Δ΄4).
Ὁ Πνευματικὸς θὰ πρέπει νὰ ἐπιτελῇ τὸ δύσκολο ἔργο του προσπαθῶντας νὰ τηρῇ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες καὶ νὰ ἔχῃ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὴν Θεία Πρόνοια. Ὁ Ἅγιος Νεῖλος ὁ Ἁγιορείτης μὲ τὰ παρακάτω λόγια του, σκιαγραφεῖ τὸν ἐνάρετο Πνευματικό: «Ὅπως ὁ πόρνος ἱερέας ἐμποδίζεται τῆς Θείας Λειτουργίας, τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὸν Πνευματικό, ὁ ὁποῖος συγκαταβαίνει ὑπερβολικὰ καὶ δὲν ἐφαρμόζει τοὺς κανόνες καὶ τοὺς Νόμους ποὺ ὤρισε ἡ Ἐκκλησία μας, διὰ τῶν Ἁγίων Πατέρων, καθὼς ἐπίσης ἰσχύει καὶ τὸ ἴδιο, ὅταν ἕνας Πνευματικὸς ἐπώνυμα ἀποκαλύπτει τὶς ἐξομολογήσεις καὶ παίρνει χρήματα ἀπὸ τοὺς ἐξομολογουμένους πρὸς ἴδιον ὄφελος, τότε καὶ αὐτὸς ἐμποδίζεται τῆς Θείας Λειτουργίας».
Ὁ Πνευματικὸς διαβάζει τὴν Συγχωρητικὴ Εὐχὴ στὸν ἐξομολογούμενο, ἔχοντας ἐξουσία ἀπὸ τὸν Θεὸ, ὁμολογῶντας ταυτόχρονα τὴν δική του ἐλαχιστότητα. «Ἡ Χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύματος διὰ τῆς ἐμῆς ἐλαχιστότητος ἔχει σε λελυμένον καὶ συγκεχωρημένον». (Ἐξομολογητάριον Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου).
Ὁ Μακαριστὸς Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Παντελεήμων ὁ Β΄, ἀναφέρει: «Ὁ Ἱερεὺς ἀπολύων ἤ ἀρνούμενος τὴν συγχώρησιν δυνάμει τῆς ἐξουσίας, τὴν ὁποίαν ἔλαβεν παρὰ τοῦ Κυρίου, ὁμοιάζει μὲ κοσμικὸν δικαστὴν διότι:1) ἀπολύων τὸν ἁμαρτωλόν, ὄχι ἁπλῶς τὸν κυρήσσει ἀθῶον, ὅπως ὁ δικαστής, ἀλλὰ τὸν καθιστᾶ πραγματικῶς καὶ οὐσιαστικῶς τοιοῦτον καὶ 2) ἀρνούμενος τὴν ἄφεσιν δὲν καταδικάζει, διότι αἴτιος δὲν εἶναι ὁ Πνευματικός, ἀλλὰ ὁ ἐξομολογούμενος, τοῦ ὁποίου ἡ μετάνοια δὲν ὑπῆρξε εἰλικρινής».
Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος στὴν συνέχεια ὁρίζει ὡς ἀπαραίτητη προϋπόθεση, τὴν κατάλληλη προετοιμασία, πρὶν τὴν προσέλευση στὸ Μυστήριον τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως: «Ἡ ἐξομολόγηση ἀπαιτεῖ προηγούμενη προετοιμασία, γιατὶ ἐκεῖνος ποὺ πάει στὸν Πνευματικὸ ἀπροετοίμαστα, εἶναι λογικὸ νὰ μὴν θυμᾶται σὲ ποιὰ ὑστἐρησε, οὔτε ἀκριβῶς νὰ γνωρίζῃ σὲ ποιὰ ὑπερτέρησε. Ἀγνοεῖ, δηλαδή, ποιὰ καθήκοντα ποὺ ὤφειλε ξεπλήρωσε καὶ τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν του. Γιατὶ εἶναι ἀδύνατο αὐτὸς ποὺ ἀπὸ μέρες δὲν ἐξέτασε τὸν ἐαυτό του μὲ τὴν πρέπουσα ἀκρίβεια καὶ ἀντικειμενικότητα καὶ ἀξιολόγησε τὶς πράξεις του μὲ σωστὰ κριτήρια καὶ σταθμὰ καὶ δὲν συναισθάνθηκε τὸν βαθμὸ τῆς ἐνοχῆς του, νὰ κερδίσῃ κάποια ὠφέλεια ἀπὸ τὴν στιγμιαία καὶ ἀπροπαράσκευη ἐξομολόγηση. Κι αὐτὸ γιατὶ ἡ ἀδυναμία τῆς μνήμης στὸ νὰ θυμηθῇ τὰ πάντα, ἡ ἔλλειψη τοῦ χρόνου γιὰ ἐξέταση ἐκείνη τὴν ὤρα καὶ ἡ ἔλλειψη τῆς συναίσθησης τοῦ βαθμοῦ ἐνοχῆς, κάνουν τὴν ἐξομολόγηση ἄκαρπη. Ἔτσι, ἀφήνουμε πολλὰ πάθη ἐθεράπευτα, ποὺ ὑποσκάπτουν τὴν ὑγεία τῆς ψυχῆς καὶ σπέρματα νέων ἁμαρτημάτων».
Τέλος, ὁ Ἅγιος Νεκτάριος καταλήγει: «Εἶναι λοιπόν ἀναγκαῖο, αὐτὸς ποὺ πάει γιὰ ἐξομολόγηση, νὰ ἐξετάσῃ ἀπὸ τὶς προηγούμενες ἡμέρες τὸν ἐαυτό του, νὰ ζυγίσῃ μὲ ἀκρίβεια κάθε του πράξη, νὰ ἀναγνωρίσῃ τὶς ἐλλείψεις του καὶ τὰ πλεονάσματά του κι ἔτσι νὰ προχωρήσῃ στὴν ἐξομολόγηση καὶ μόνο γι’ αὐτὰ νὰ ἐξομολογηθῇ. Γιατὶ τὸ νὰ συζητάῃ μὲ τὸν Πνευματικό του γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ γιὰ ἀγαθὲς πράξεις, νὰ παραλείπῃ δὲ τὰ πάθη, ποὺ φθείρουν τὴν ψυχὴ καὶ νὰ τὰ ἀποκρύβῃ ἐπιμελῶς, εἶναι τὸ ἴδιο μὲ τὸ νὰ συνομιλῇ ὁ ἀσθενὴς μὲ τὸν γιατρὸ γιὰ τὴν σωματικὴ ζωτικότητα καὶ ὑγεία καὶ νὰ μὴν κάνῃ κανένα λόγο γιὰ τὴν ἀρρώστια, ποὺ καταρώει τὰ σπλάχνα του. Τὸ νὰ συζητεῖ μὲ τὸν Πνευματικὸ γιὰ ἀρετὴ καὶ κατορθώματα, εἶναι φαρισαϊκὸ καὶ ἔνδειξη κενοδοξίας καὶ περιαυτολογίας, πράξη τελείως ἀκατάλληλη, πάντοτε μέν, πρὸ πάντων μάλιστα στὴν ὤρα τῆς ἐξομολογήσεως, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ ὀφείλουμε νὰ μὴν ξεχνᾶμε, ὅτι ἐξομολογούμενοι παρουσιαζόμαστε μπροστὰ στὸν Θεὸ κι ὁμολογοῦμε τὶς ἁμαρτίες μας, γιὰ νὰ πετύχουμε τὸ ἔλεος καὶ τὴν συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν μας. Ὁ Θεὸς γνωρίζει τὶς ἀρετές μας καὶ δὲν χρειάζεται διερμηνέα. Ὅπως ἀκριβῶς ἐκθέτουμε λεπτομερειακὰ στὸν γιατρὸ μόνο τοὺς πόνους τοῦ σώματός μας, ἔτσι καὶ στὸν Πνευματικὸ μόνο τὰ πάθη τῆς ψυχῆς μὲ συντριβὴ καὶ κατάνυξη ἐξομολογούμαστε. Ἐπειδὴ δὲ οἱ ἐξομολογούμενοι προετοιμάζονται καὶ γιὰ τὴν θεία Κοινωνία, γι’ αὐτὸ πρέπει καὶ ἡ προετοιμασία αὐτὴ νὰ ἔχῃ σωστὸ τρόπο».
Ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος ἀναφέρει χαρακτηριστικά: «Ὥστε ὅς ἄν ἐσθίῃ τὸν ἄρτον τοῦτον ἤ πίνῃ τὸ ποτήριον τοῦ Κυρίου ἀναξίως, ἔνοχος ἔσται τοῦ Σώματος καὶ Αἵματος τοῦ Κυρίου. Δοκιμαζέτω δὲ ἄνθρωπος ἐαυτόν, καὶ οὔτως ἐκ τοῦ Ἄρτου ἐσθιέτω καὶ ἐκ τοῦ Ποτηρίου πινέτω· ὁ γὰρ ἐσθίων καὶ πίνων ἀναξίως κρῖμα ἐαυτῷ ἐσθίει καὶ πίνει, μὴ διακρίνων τὸ Σῶμα Κυρίου. Διὰ τοῦτο ἐν ὑμῖν πολλοὶ ἀσθενεῖς καὶ ἄρρωστοι καὶ κοιμῶνται ἱκανοί. Εἰ γὰρ ἐαυτοὺς διεκρίνομεν, οὐκ ἄν ἐκρινόμεθα· κρινόμενοι δὲ ὑπὸ τοῦ Κυρίου παιδευόμεθα, ἵνα μὴ σὺν τῷ κόσμῳ κατακριθῶμεν». (Α΄ πρὸς Κορινθίους, ΙΑ΄ 27-32).
Καταλαβαίνει λοιπὸν κανείς, ἰδιαίτερα ἀπὸ τοὺς παραπάνω θεόπνευστους λόγους τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν, τὴν σημασία τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως καὶ Μετανοίας, γιὰ τὴν Σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ φράση «Δοκιμαζέτω δὲ ἄνθρωπος ἐαυτόν» αὐτὸ ὑποδεικνύει: τὴν αὐτογνωσία, τὴν μετάνοια, τὴν ἐξομολόγηση τῶν ἁμαρτιῶν ποὺ θὰ πρέπῃ νὰ κάνῃ ὁ πιστός, πρὶν μεταλάβει τὴν Θεία Κοινωνία, τὸ Ἄχραντο Σῶμα καὶ Τίμιον Αἷμα τοῦ Κυρίου. Γιὰ νὰ πετύχῃ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν του, τὴν Σωτηρία τῆς ἀθάνατης ψυχῆς του, τὴν ὑγεία τοῦ σώματός του καὶ σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγιο Νεκτάριο: «Κατὰ τὴν φοβερὴ ἡμέρα τῆς Κρίσεως νὰ ἀποβῇ ἡ Θεῖα Κοινωνία καλοδεχούμενη ἀπολογία μπροστὰ στὸ φοβερὸ βῆμα τοῦ Κυρίου». (Ἅγιος Νεκτάριος).
.
ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ
Τρεῖς εἶναι οἱ κατηγορίες τῶν ἀνθρώπων
«σαρκικοί – ψυχικοί – καὶ Πνευματικοί»
Οἱ Πνευματικοὶ ποὺ ἔχουν μεγάλη καὶ πολυετὴ ἐμπειρία διαπιστώνουν πὼς ὑπάρχουν τρεῖς κατηγορίες ἀνθρώπων ποὺ ἐξομολογοῦνται. Ἡ πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει αὐτοὺς ποὺ πηγαίνουν γιὰ πρώτη καὶ γιὰ τελευταία φορὰ, χωρὶς ἀπόφαση μετανοίας καὶ βρίσκονται στὸ ἐξομολογητήριο ἀπὸ περιέργεια ἤ ἀπὸ κάποια συγκυρία τῆς ζωῆς. Στὶς ψυχὲς αὐτὲς δὲν ὑπάρχει μετάνοια, ἀλλὰ οἱ Πνευματικοὶ διακρίνουν περιέργεια, ἀμφιβολίες πολλὲς καὶ αἰνιγματικὰ χαμόγελα. Πολλὲς φορὲς αὐτοὶ μὲ ἐρωτήσεις ἀδιάκριτες, προσπαθοῦν νὰ ἐξομολογήσουν τὸν Πνευματικὸ καὶ ὅλα τὰ κρίνουν μὲ ὀρθολογισμό. Ἄν θελήσῃ νὰ τοὺς βοηθήσῃ λίγο ὁ Πνευματικός μὲ καμιὰ ἐρώτηση, διακριτικὰ βέβαια, γιὰ νὰ βγοῦν οἱ ἁμαρτίες ἀπὸ τὴν ψυχή τους, οἱ περισσότεροι δὲν ἀπαντοῦν μὲ εἰλικρίνεια καὶ συνήθως μετέπειτα τὸν κατηγοροῦν, ὅτι δῆθεν τοὺς σκανδάλισε μὲ κάποιες ἐρωτήσεις ποὺ τοὺς ἔκανε. «Προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις». Ὁ Πνευματικὸς ρωτάει, ὅταν ὑπάρχει διστακτικότητα καὶ δὲν μιλοῦν οἱ ἐξομολογούμενοι καὶ τὸ κάνει αὐτὸ ἀπὸ ἀγάπη καὶ πόνο στὶς ψυχές. Ἡ τέτοιου εἴδους ἐξομολόγηση εἶναι γιὰ τὸν Πνευματικὸ πολὺ ἐπίπονη καὶ κουραστική.
Ἡ δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει αὐτοὺς ποὺ ἐξομολογοῦνται πιὸ συχνὰ καὶ ἔχουν μεγαλύτερη συναίσθηση τοῦ Μυστηρίου ἀπὸ τοὺς ἐξομολογούμενους τῆς πρώτης κατηγορίας. Ὅμως, αὐτοὶ τὸ κάνουν γιὰ νὰ περνοῦν καλὰ ἐδῶ σ’ αὐτὴ τὴν γῆ καὶ νὰ μὴν ἔχουν πειρασμούς. Ἡ πίστη τους κλονίζεται εὔκολα καὶ δὲν ἔχουν συνειδητοποιήσει τὶ γίνεται στὸν Οὐρανό. Τὶ ἔλεγαν ὅμως οἱ Ἅγιοι Πατέρες; «Ἔπαρον τοὺς πειρασμοὺς καὶ οὐδεὶς ὁ σωζόμενος». Αὐτοὶ συνήθως δουλεύουν σὲ δύο κυρίους, λίγο στὸν Χριστὸ καὶ πιὸ πολὺ στὸν κοσμοκράτορα. Ἄν καὶ εὐεργετήθηκαν ἀπὸ τὴν ἐξομολόγηση καὶ τὸν Χριστὸ πάρα πολύ, τρέχουν στὸ Μυστήριο, ἰδίως ὅταν τοὺς πηγαίνουν, ὅπως λέγουν, «ὅλα ἀνάποδα». Συνήθως στὶς ἐξομολογήσεις τους λέγουν γιὰ τοὺς ἄλλους καὶ τὶ τοὺς ἔκαναν οἱ ἄλλοι καὶ πολὺ λίγο γιὰ τὸν ἐαυτό τους. Ἄν τοὺς πῇ κάτι ὁ Πνευματικός, ποὺ δὲν εἶναι τῆς ἀρεσκείας τους καὶ δὲν θὰ ἤθελαν νὰ τὸ ἀκούσουν, ἀντιδροῦν καὶ σκυθρωποῦν, σὲ σημεῖο νὰ κρατοῦν καὶ κακία, γιατὶ ἐξοικειώνονται ὑπερβολικὰ μὲ τὸν Πνευματικὸ καὶ λόγῳ τῆς ἀχαριστίας ποὺ τοὺς διακρίνει, δὲν κάνουν εὐσεβεῖς λογισμοὺς γιὰ τὸν Πνευματικό τους πατέρα, δὲν κάνουν καρποὺς ἀξίους τῆς μετανοίας, δὲν ἀξιοποιοῦν «τῆς εὐσεβείας τὸ Μέγα Μυστήριον». Θέλουν τὸν λόγο νὰ τὸν ἔχουν αὐτοί, νὰ ἐπιβάλλουν τὴν ἄποψή τους καὶ τότε ἠρεμοῦν. Τὶ ἔλεγαν ὅμως οἱ Ἅγιοι Πατέρες; «Ἄκουε μόνας πατρός σου νουθεσίας, ποιοῦ πρὸς αὐτὸν ταπεινὰς ἀποκρίσεις καὶ λέγε τοὺς λογισμούς σου ὡς τῷ Θεῷ». Καὶ σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση τῶν ἐξομολογουμένων δὲν ὑπάρχει μετάνοια, ἀλλὰ Φαρισαϊσμὸς καὶ ἀνυπακοή. Ρωτοῦν τὸν Πνευματικὸ γιὰ κάποιες ὑποθέσεις τους, «χάριν ὑπακοῆς», ἀλλὰ πάντα κάνουν τὸ δικό τους, γιὰ τὸ ὁποῖο ἤδη ἔχουν προαποφασίσει.
Δροῦν καὶ κινοῦνται πάντα στὸ θέλημά τους καὶ δὲν ὑποτάσσονται στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. «Ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς ἐμὲ ἀθετεῖ, ὁ δὲ ἐμὲ ἀθετῶν ἀθετεῖ τὸν ἀποστείλαντά με». (Κατὰ Λουκᾶν, Ι΄ 16). Ἔτσι μπορεῖ νὰ κάνῃ καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἡ ψυχή; «Ὁ δὲ καρπὸς τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρὰ, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πρᾳότης, ἐγκράτεια· κατὰ τῶν τοιούτων οὐκ ἔστι νόμος». (Πρὸς Γαλάτας, Ε΄ 22-23). Ὁ Χριστὸς τονίζει μὲ ἔμφαση: «Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν· ἤ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἤ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. Οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ». (Κατὰ Ματθαῖον, ΣΤ¨ 24).
Τέλος, στὴν Τρίτη κατηγορία ἀνήκουν ὅσοι πιστοὶ ἀντελήφθησαν τὶ γίνεται μὲ τὴν αἰωνιότητα καὶ πῆραν γιὰ καλὰ τὸν δρόμο τῆς Σωτηρίας. Ἐξομολογοῦνται μὲ εἰλικτινὴ μετάνοια, συντριβὴ καὶ πολὺ καθαρά, κάνουν φιλότιμη ὑπακοή, ὑποτάσσουν τὸ θέλημά τους στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, διὰ μέσω τοῦ Πνευματικοῦ. «Ὁ ἀκούων ὑμῶν ἐμοῦ ἀκούει». (Κατὰ Λουκᾶν, Ι΄ 16). Βάζουν κάθε μέρα ἀρχὴ μετανοίας, σπεύδουν συχνὰ στὸ Μυστήριον καὶ ἐπικοινωνοῦν μὲ τὸν Πνευματικὸ γιὰ σοβαρὰ θέματα. Προσπαθοῦν νὰ μὴν τὸν κουράζουν ἄσκοπα, ἀντίθετα τοῦ συμπαραστέκονται ποικιλότροπα στὸ ἔργο τῆς δύσκολης ποιμαντικῆς του διακονίας. Δὲν εἶναι ἀδιάφοροι, προσεύχονται γι’ Αὐτὸν καὶ γιὰ ὅλο τὸν κόσμο. Πολεμοῦν τοὺς κακοὺς λογισμοὺς μὲ τὴν εὐχὴ: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με». Δὲν κατηγοροῦν τοὺς συνανθρώπους τους, ἀλλὰ πολὺ περισσότερο δὲν κατηγοροῦν καὶ δὲν συκοφαντοῦν τὸν ἐξομολόγο τους, ὁ ὁποῖος γίνεται γέφυρα γιὰ τὴν Σωτηρία τους. Καταλαβαίνουν ὅτι ἀναλώνῃ τὸν χρόνο καὶ τὴν ζωή του γι’ αὐτούς, χωρὶς νὰ ἔχῃ προσωπικὸ κέρδος καὶ συμφέρον. Ἀκόμη δὲν ἀφήνουν οὔτε ἕναν λογισμὸ κακὸ νὰ περάσῃ ἀπὸ τὴν διάνοιά τους γιὰ τὸν Πνευματικὸ τους Πατέρα καὶ Ὁδηγό. Μισοῦν τὴν ἁμαρτία.
Δὲν παρεξηγοῦνται μὲ ὅ,τι κι ἄν τοὺς πεῖ, μὲ ὅ,τι κι ἄν τοὺς ρωτήσει, ἔστω κι ἄν τοὺς μαλώσει πρὸς διόρθωση, γιατὶ νοιώθουν ὅτι τὸ κάνῃ ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὴν λύτρωσή τους. Γνωρίζουν οἱ ψυχὲς αὐτὲς, μὲ τὴν φώτιση ποὺ τὶς ἔχει δώσει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, λόγῳ τῆς ταπεινώσεως καὶ τῆς ὑπακοῆς ποὺ τὶς διακρίνει, ὅτι ὁ Πνευματικὸς ἔχει ἐμπειρία ἀπὸ τὶς παγίδες ποὺ στήνει στοὺς ἀνθρώπους ὁ διάβολος καὶ ὁ κόσμος. Ἔτσι μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, προφυλάγει τὶς ψυχές τους ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες καὶ τὸν αἰώνιο θάνατο. Τοὺς ὁδηγεῖ σὲ Ἀγγελικὴ πολιτεία. Πῶς λοιπὸν νὰ μὴν ἀναπαύεται ἡ Ἁγία Τριάδα ἀλλὰ καὶ ὁ Πνευματικὸς ἐξομολόγος μ’ αὐτὲς τὶς ψυχές;
.
Ὁ πιστὸς Ὀρθόδοξος Χριστιανός, ποὺ θὰ ἐνταθχῇ σ’ αὐτὴν τὴν τρίτη κατηγορία, θὰ ἀξιωθῇ νὰ δῇ Πρόσωπον Θεοῦ καὶ νὰ περάσῃ «ἐν εἰρήνῃ» καὶ ἀθόρυβα ἀπ’ αὐτὴν τὴν γῆ, τὴν πρόσκαιρη πατρίδα, καὶ νὰ ἀξιωθῇ νὰ συνταχθῇ ἀπὸ τὸν Πανάγαθο Κύριο στοὺς Σεσωσμένους τῆς Οὐρανίου Ζωῆς μεταξὺ τῶν Ἁγίων του, «ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμὸς ἀλλὰ ΖΩΗ ΑΤΕΛΕΥΤΗΤΟΣ». (Εὐχὴ τῆς Ἐκκλησίας μας).
.
ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΤΩ ΠΑΝΤΕΠΟΠΤΗ ΘΕΩ ΔΟΞΑ
.
Δεῦτε πρός με πάντες
οἱ κοπιῶντες καὶ
πεφορτισμένοι
κἀγὼ, ἀναπαύσω ὑμᾶς.
(Ματθαίου 11, 28)
.
~ευχαριστούμε θερμά τον κ. Νικόλαο Τ. για την αποστολή του κειμένου. Η εργασία αυτή είναι του πνευματικού του πατρός- το όνομα του οποίου επιθυμεί να είναι γνωστό μόνο στον Κύριο- και με πολλή αγάπη την επιμελήθηκε.