Ο βασιλεύς Κωνσταντίνος, συμβάλλοντας από την αρχή στην Σύνοδο με την θερμότητα της πίστεως, και απευθύνοντας στους πατέρες λόγους ειρηνικούς, ως φιλοπάτωρ υιός, είπε:
«Εμπρός, πατέρες, με κάθε επιμέλεια να μελετήσουμε την οριοθέτηση και αποσαφήνιση της αληθείας μέσα από τις προφητικές προρρήσεις και τις αποστολικές παραδόσεις, μακριά από κάθε μισαδελφία και κακοδοξία. Διότι θα ήταν φοβερό, μετά την κατάλυση της πολυθέου ασεβείας και την κατάπαυση των εμφυλίων πολέμων, να πολεμούμε μεταξύ μας οι πιστοί όχι με ξίφη, αλλά με δόγματα∙ και να προσπαθούμε την ευαγγελική διδασκαλία, η οποία είναι καλή και απλή, αφού βασίζεται στην δύναμη των έργων και όχι των λόγων, να την ανατρέψομε ασχολούμενοι διανοητικώς και αναζητώντας ρητορικά σχήματα. Ας επιληφθούμε λοιπόν της συζητήσεως, αναθέτοντας την αποκάλυψη της αληθείας για το θέμα που μας απασχολεί στον Θεό και Πατέρα και στον μονογενή Υιό του Πατρός και στο ζωοποιό Πνεύμα. Κι εμείς πρόθυμα θα είμεθα εδώ στην διάθεσή σας, συμμετέχοντας στους αγώνες σας, έως ότου φανερωθεί πλήρως η αλήθεια. Επειδή πιστεύομε πως θα ευτυχήσομε να έχομε και την επιφοίτηση του ζωοποιού Πνεύματος, με την οποία θα βεβαιωθεί η σωτήριος πίστις μας, απαλλαγμένη από κάθε αιρετική κακοδοξία και θεωρία και αμέτοχος από κάθε λανθασμένη ως προς το Θείον έννοια».