ως ελάχιστο χρέος μνήμης και τιμής προς τους αγώνες των ηρωικών Ελληνίδων της τουρκοκρατίας και της Επανάστασης του 1821, θα αναρτήσουμε σε συνέχειες αποσπάσματα από το μοναδικό βιβλίο: “Γυναίκες του ΄21- προσφορές, ηρωισμοί και θυσίες”, της Κούλας Ξηραδάκη (το βιβλίο κυκλοφορούσε από τις εκδόσεις Δωδώνη και είναι εξαντλημένο).
Ξεκινούμε με τις Σουλιώτισσες, καθώς ο Δεκέμβριος έχει πολλές μνήμες από Σούλι: αναχώρηση των Σουλιωτών από τον τόπο τους το 1804, ανατίναξη του καλόγερου Σαμουήλ στο Κούγκι, η θυσία στο Ζάλογγο… (ιστολόγιο “Αντέχουμε…” )
Ary Scheffer “Σουλιώτισσες Γυναίκες”,1827, Μουσείο Λούβρου
“Ερημο, απ’ την πολλή την περιψάνεια στέκεται το κατάξερο Σούλι,αιώνια δόξα της Ελλάδας.” Μ. Οικονόμου
Ο τελευταίος πρόμαχος της ανεξαρτησίας της Αλβανίας ήταν ο Σκεντέρμπεης. Αυτός κατόρθωσε να σταματήσει την τουρκική επιδρομή. Όταν όμως πέθανε (1468) οι Τούρκοι υποτάξανε την Αλβανία κι ο στρατός του διαλύθηκε. Στην βόρεια Αλβανία κατοικούσε η φυλή των Γκέγκηδων και στη νότια η φυλή των Τόσκηδων. Στην περιοχή της Θεσπρωτίας κατοικούσαν χριστιανοί Αρβανίτες απ’ τη φυλή των Τσάμηδων, υπολείμματα κι αυτοί του στρατού του Σκεντέρμπεη.
Κατά τον 17ο αιώνα αυτοί οι τελευταίοι ήρθαν κι εγκαταστάθηκαν στο Σούλι. Οι Μποτσαραίοι από τη Δράγανη της Παραμυθιάς, οι Δαγκλαίοι απ’ το Καναλάκι του Φαναριού, οι Ζερβαίοι απ’ το Ζερβό της Άρτας, οι Δρακαίοι από τη Μάρτανη της Λάμαρης, οι Μποτσαραίοι, οι Σεχαίοι, οι Φωτομαραίοι κ.ά. και στήθηκε έτσι η σουλιώτικη συμπολιτεία.
Το Σούλι ή καλύτερα τα τέσσερα χωριά του Σουλίου δηλ. το Σούλι-πρωτεύουσα, η Κιάφα, το Αβαρίκο κι η Σαμωνίβα χτίστηκαν στην πιο απόκρημνη και κακοτράχαλη περιοχή της Ηπείρου. Βρίσκονται ανάμεσα στα βουνά Μούργκε (υψόμετρο 1340 μ) Ζεβρούχο (υψ. 1317 μ) και Τούρλια (υ·ψ. 1082 μ) και στη συμβολή των ποταμών Αχέροντα και Τσαγκαριώτη. Τα βουνά αυτά λέγονταν στην αρχαιότητα Κασσώπια όρη. Ο Αχέροντας πηγάζει από τα βουνά του Σουλίου, κατεβαίνει στην πεδιάδα της Θεσπρωτίας (Φανάρι) που κατά την αρχαιότητα ήταν σκεπασμένη με λιμνάζοντα νερά και σχημάτιζαν την Αχερουσία λίμνη, που εθεωρείτο δίοδος κατάβασης στον Άδη.
Τα βουνά του Σουλίου είναι άγρια, έχουν βραχώδεις κι απόκρημνες πλαγιές και είναι από παντού τα χωριά του αποκλεισμένα από φυσικά οχυρά, απροσπέλαστα. Απόκρημνες διαβάσεις και δασώδη φαράγγια τα προφυλάσσουν. Δεν μπορεί κανείς να περάσει παρά μόνο από στενές ατραπούς.
Χαρακτικό με φανταστική παράσταση του Σουλίου.
Ο Γάλλος περιηγητής Μαλέρμπ περιγράφει την ανάβαση:
«Η ατραπός γινόταν λίγο λίγο όλο και στενότερη μέχρι το σημείο που φτάνει σ’ ένα θεόρατο βράχο. Σ’ αυτό το σημείο κατεβήκαμε απ’ τ’ άλογα γιατί ήταν μέγας ο κίνδυνος να συνεχίσει κανείς την ανάβαση έφιππος. Προχωρήσαμε πεζοί σε μια ατραπό πλάτους μόλις ενός μέτρου, που είχε δεξιά τοιχώματα ενός βράχου γιγάντιου, αριστερά ένα φοβερό κρημνό στο αχανές βάθος του οποίον ακουγόταν ο μυκηθμός του Αχέροντα. Κάτω από τα πόδια μας στις ρωγμές τον βράχου φύτρωναν κάτι δέντρα. Όπου δε η κατωφέρεια γινόταν λιγότερο απότομη, η βλάστηση γινόταν πιο πυκνή και τα δέντρα έκρυβαν τη θέα του ποταμού. Σ’ άλλο σημείο τον όρους η πλευρά είναι απότομη κομμένη και στερημένη από κάθε βλάστηση. Τότε ο ποταμός φαίνεται απ’ το ύψος της ατραπού σαν μαύρη γραμμή στο βάθος τον βαράθρον, τον οποίον η θέα προξενεί ίλιγγο. Σε κάποια σημεία η ατραπός χάνεται κι ο οδοιπόρος αναγκάζεται να βρει το μονοπάτι ανάμεσα σε σωρούς από πέτρες που με τρόμο ακούγονται να πέφτουν κάτω απ’ τα πόδια τον στο χαίνον βάραθρο από ύψος 800 ποδών.
Εν τούτοις προχωρήσαμε. Τα δάση πύκνωσαν στα βάθη της χαράδρας και μετά από δίωρη πορεία φτάσαμε σ’ ένα είδος σκάλας πον σχημάτιζαν ογκώδη τμήματα βράχων συσσωρευμένων, που με κόπο και μόχθο ανεβήκαμε. Ανερχόμενοι διακρίναμε λείψανα οχυρωμάτων, παρακάμπτοντας τα ανεβήκαμε σ’ άλλο βράχο όπου βρεθήκαμε ακριβώς πάνω απ’ τον Αχέροντα, που φαινόταν χαίνων επί τη προσδοκία θυμάτων. Ήμαστε στό βράχο τον Αβαρίκον.
Σ’ ένα λοφίσκο από παντού απομονωμένο ορθώνεται το φρούριο της Κιάφας. Το θέαμα από κει ήταν μαγευτικό. Οι βράχοι υψώνονται σε σχήμα πυραμίδων και τα βάραθρα που τις δασώδεις πλευρές τον λούζουν τα ταραχώδη νερά του Αχέροντα. Οι πράσινες πεδιάδες του Μαργαριτίου και του Φαναριού, τα νερά των ποταμών που κατεβαίνουν στο Ιόνιο πέλαγος και στο βάθος του ορίζοντα η θάλασσα.
Ο δρ. Αγγλος περιηγητής Σμαρτ Χιουζ συνεχίζει:
«Η μοναδική από το φρούριο της Κιάφας, η καταπληκτική άγρια σκηνογραφία μας κράτησε εμβρόντητους, κράτησε την αναπνοή μας σαν σε έκσταση. Οι τρισμέγιστες πέτρινες μάζες, οι βράχοι, οι γκρεμοί, οι χαράδρες φαίνονταν σαν ερείπια διαλυμένου και εξαρθρωμένου κόσμου».
Σ’ αυτά λοιπόν τ’ απάτητα βουνά ήρθαν κι αναρριχήθηκαν οι Αλβανοί της Μέσης Ηπείρου, οι οποίοι επί αιώνες υφιστάμενοι την επίδραση του χριστιανισμού και του ελληνισμού, μεταπλάστηκαν έτσι ώστε μόνο στη γλώσσα διέφεραν από τους Έλληνες της Ηπείρου. Κατά τα λοιπά, σε τίποτα δεν διακρίνονταν απ’ αυτούς. Μαζί ζήσανε, μαζί θρηνήσανε για την απώλεια της ελευθερίας τους και μαζί αγωνίστηκαν ηρωικά για την ανάκτηση της.
Με τον καιρό τα τέσσερα χωριά του Σουλίου αυξήθηκαν κι οργάνωσαν την σουλιώτικη συμπολιτεία. Οι Σουλιώτες ήσαν χωρισμένοι σε φάρες δηλ. πάτριες σαν τους Μανιάτες. Κάθε φάρα είχε τον αρχηγό της που ήταν μέλος ενός συμβουλίου που λέγονταν γερουσία. Η γερουσία ήταν σώμα με εκτελεστικά και δικαστικά καθήκοντα. Κανόνιζε τα της στρατολογίας σε καιρό πολέμου και τις εισφορές. Η εκτέλεση της απόφασης αναθέτονταν στον αρχηγό κάθε φάρας και ήταν υποχρεωτική. Η γερουσία εκδίκαζε πολιτικές και ποινικές υποθέσεις. Κανένα νόμο γραφτό, ούτε δικαστήριο τακτικό, ούτε αρχεία κρατούσαν οι Σουλιώτες. Κανόνες δικαίου ήταν τα τοπικά έθιμα. Όταν κάποιος έκανε μια αξιόποινη πράξη, οι αρχηγοί εξέταζαν την υπόθεση και εξέδιδαν προφορικά την απόφαση στην οποία ο καταδικασθείς ώφειλε να υπακούσει χωρίς συζήτηση. Η δε φάρα ήταν υποχρεωμένη να την εκτελέσει έστω και δια της βίας. Οι Σουλιώτες ούτε γράμματα μάθαιναν, ούτε τέχνες ούτε εμπόριο. Ήταν μόνο κτηνοτρόφοι. Αλλά η κύρια ασχολία τους ήταν η τέχνη των όπλων. Και το περίεργο είναι ότι στά όπλα εξασκούντο και οι γυναίκες.
Η γυναίκα στο Σούλι δεν ήταν ίση με τον άντρα, γιατί η σουλιώτικη κοινωνία ήταν ανδροκρατική. Ωστόσο είχαν μια ιδιαίτερη υπόσταση. Γυμνάζονταν στα όπλα. Όταν οι άντρες μάχονταν οι γυναίκες κουβαλούσαν πολεμοφόδια, τροφές κι ό,τι άλλο χρειάζονταν οι μαχητές. Παρατηρούσαν τους μαχητές, έψεγαν τους άναδρους και κάποτε τους αφόπλιζαν. Η παρουσία τους στις μάχες εμψύχωνε τους μαχητές, τους αναζωπύρωνε τη φιλοτιμία και την άμιλλα των αντρών. Όταν μεταξύ αντρών δημιουργούντο προσωπικές διαφορές, για να μη μεσολαβήσουν άλλοι άντρες και γίνουν επικίνδυνες φιλονικίες, μεσολαβούσαν οι γυναίκες και έλυναν τις διαφορές.
Η έλλειψη γεωργικού επαγγέλματος απ’ τη μια και η αύξηση του πληθυσμού από την άλλη, τους έκανε άρπαγες. Κατέβαιναν στα γύρω χωριά και τα λήστευαν. Οι δε χωρικοί επειδή δεν είχαν από πουθενά προστασία αναγκάζονταν να πληρώνουν φόρο στους Σουλιώτες επιδρομείς. Οι Σουλιώτες έκαναν πολλούς ληστρικούς αγώνες έτσι που συνοικισμοί Οθωμανών εγκατέλειπαν τα χωριά τους κι έφευγαν και τότε οι Σουλιώτες σφετερίζονταν τις εγκαταλειμμένες περιουσίες. Οι Σουλιώτες με τις αρπαγές τους είχαν αποβεί η μάστιγα των αγροτών και κτηνοτρόφων Οθωμανών και χριστιανών. Οι καταγγελίες έφτασαν ως τον σουλτάνο, που έδωσε εντολή στους τοπάρχες της Ηπείρου να κυνηγήσουν τους Σουλιώτες. Ο Αλή πασάς των Ιωαννίνων μόλις πήρε το πασαλίκι θέλησε να τους συντρίψει.
Πριν όμως προχωρήσουμε στους πολέμους του Αλή πασά εναντίον των Σουλιωτών πρέπει να πούμε και κάτι άλλο:
Οι Σουλιώτες ήρθαν κυνηγημένοι από την Αλβανία κι εγκαταστάθηκαν σ’ ένα μέρος φτωχό και άγονο όπως είναι η Ήπειρος. Για ν’ αποφύγουν τον τουρκικό ζυγό πήραν τα βουνά, όπως είπαμε. Τα άγρια απρόσιτα αυτά βουνά τους εξασφάλιζαν απ’ τις επιδρομές των Τούρκων, αλλά ήταν άγονα. Όλο πέτρα. Δεν ασχολούντο με τη γεωργία, αλλά πώς ν’ ασχοληθούν; σε τι έδαφος; Τα λιγοστά γιδοπρόβατα που είχαν δεν μπορούσαν να θρέψουν όλο τον κόσμο. Ήταν κατ’ ανάγκη λιτοδίαιτοι.
«Για να επιβιώσουν, γράφει ο Βονρνάς1, έπρεπε ν’ αρπάξουν τ’ αγαθά των γειτονικών καμπίσων περιοχών. Ετσι ο νόμος της αρπαγής – καθόλου μειωτικός τότε για τους άρπαγες πολεμιστές – αποτελεί την κυριότερη πηγή βιοπορισμού τους. Η ζωή κι η ιστορία δεν ξέρουν τσιριμόνιες. Έχουν σκληρότητες που σ’ εμάς φαίνονται σήμερα σαν πράξεις απάνθρωπες, σαν να μας γυρίζουν πίσω χιλιάδες χρόνια, όταν ο άνθρωπος ήταν ακόμα άγριο θηρίο. Κι όμως, δεν είναι ούτε διακόσια χρόνια από την εποχή που στη γωνιά τούτη της Ευρώπης το καθεστώς της ένοπλης πάτριας και της αρπαγής καθόριζε τη μοίρα των ανθρώπων…
Οι αρχαϊκοί αυτοί άνθρωποι, που δεν είχαν χτυπητές κοινωνικές διαφορές, ούτε υποτιμούσαν τη γυναίκα σαν κοινωνική μονάδα, όπως στα φεουδαρχικά καθεστώτα, είχαν και θαυμάσιες ψυχικές αρετές. Υψηλό ήθος, πίστη στους δεσμούς που ενώνουν τους ανθρώπους, στο κοινό αίμα, στη φιλία στο δοσμένο λόγο τους. Δεν υπήρχε μεγαλύτερη τιμή από του να σε κάνει μπραζέρη, αδελφο-ποιητό ο Αρβανίτης. Αφοσιώνονταν σε ζωή και σε θάνατο. Κι όταν σούδινε το λόγο του, – μπέσα για μπέσα2– -(Μπέσα θα πει αρβανίτικα λόγος, εξ ου καί μπαμπέσης = αυτός που δεν κρατάει το λόγο του) τίποτα δέν μπορούσε να τον κάνει να τον πάρει πίσω. Απλή και παστρική ηθική που διευκόλυνε τους ανθρώπους στη σκληρή ζωή τους και στην αδιάκοπη πάλη τους με μια άξενη και μητριά φύση.»
Όπως κι αν έχουν τα πράγματα γεγονός είναι πως οι Σουλιώτες είχαν εγκαταστήσει στην Ήπειρο κράτος εν κράτει. Άρπαζαν, φορολογούσαν. Ο Αλή πασάς προκειμένου να οργανώσει το πασαλίκι του κατά πως εκείνος νόμιζε, δεν ήταν δυνατόν να τους ανεχθεί. Έπρεπε να τους εξοντώσει.
.
τις εικόνες αντλήσαμε από το ιστολόγιο “έκτη και τελευταία” και την ανάρτηση: Οι αγώνες των Σουλιωτών.
αντιγραφή κειμένου και επιμέλεια ανάρτησης: ιστολόγιο: “Αντέχουμε…”
.
συνεχίζεται…
.