Aγία Μαρία Μαγδαληνή: Τα αληθινό της πρόσωπο- η τιμωρία των πρωταιτίων της Σταύρωσης- το άφθαρτο χέρι της Αγίας

αρχείο λήψης (27)

Στά γεγονότα τῶν σεπτῶν παθῶν καί τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου συναντοῦμε συχνά τήν Μαρία Μαγδαληνή. Εἶναι μία ἀπό τίς μυροφόρες, ἡ πρώτη στήν ὁποία ἐμφανίσθηκε ὁ ἀναστημένος Κύριος. Ἀλλά ἡ γυναίκα αὐτή ἔχει πολύ παρεξηγηθεῖ ἀπό πολλούς, οἱ ὁποῖοι παραποίησαν καί κακοποίησαν φοβερά τήν προσωπικότητά της.

Γιά τό λόγο αὐτό δέν θά ’ταν, νομίζω, καθόλου ἄκαιρο καί ἀδιάφορο νά παρουσιάσω τό ἀληθινό πρόσωπο τῆς Μαρίας Μαγδαληνῆς, ἔτσι ὅπως αὐτό ἀναδύεται μέσα ἀπό τίς ἀναφορές τῆς Καινῆς Διαθήκης καί τήν παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας.

Κατ’ ἀρχήν ἡ παρανόηση τῆς Μαρίας Μαγδαληνῆς, ἀνάγεται σέ ἀρχαίους Λατίνους ἑρμηνευτές, οἱ ὁποῖοι ἔδωσαν τήν πρώτη ὕλη γιά εὐφάνταστα μυθολογήματα καί δημιουργήθηκε ἔτσι στή Δύση μία ἀπέραντη φιλολογία, πού ἀνθεῖ μέχρι σήμερα, ἡ λεγόμενη Μαγδαληνολογία. Σέ περιόδους παρακμῆς παρεισέφρησαν καί στό χῶρο τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς τά παραμύθια τῶν παπικῶν. Στήν ἐποχή μας δέ, ἔγιναν ὑποθέσεις μυθιστορημάτων καί κινηματογραφικῶν ἔργων καί διαδόθηκαν πλατιά στό λαό, μέἀποτέλεσμα σήμερα πολλοί ὀρθόδοξοι Χριστιανοί νά ἀγνοοῦν τήν ἀλήθεια γιά τό πρόσωπο τῆς σεμνῆς αὐτῆς μαθήτριας τοῦ Κυρίου καί νά συνδέουν τή Μαρία Μαγδαληνή μέ πράγματα ὄχι μόνο ἀνυπόστατα ἀλλά καί βλάσφημα.

Συνέχεια

“Πώς γλύτωσε το σπίτι μας από την επίταξη των Γερμανών…”

(διήγηση για θαυμαστή επέμβαση της Παναγίας – από το ημερολόγιό “Φύλλα Κατοχής” της Ιωάννας Τσάτσου )

25 Απρίλη 1943

Κυδαθηναίων 9 είναι το σπίτι όπου ζούσε ο Γεώργιος Σεφέρης, όταν ήταν στην Ελλάδα, και από πάνω ζούσε η αδελφή του Ιωάννα με τον σύζυγό της Κωνσταντίνο Τσάτσο.

Κυδαθηναίων 9 είναι το σπίτι όπου ζούσε ο Γεώργιος Σεφέρης, όταν ήταν στην Ελλάδα, και από πάνω ζούσε η αδελφή του Ιωάννα με τον σύζυγό της Κωνσταντίνο Τσάτσο.

Πώς χτυπούσαν έτσι τα κουδούνια της πάνω και της κάτω εξώπορτας του σπιτιού. Έτρεξα να ανοίξω η ίδια . Ήταν δυο Γερμανοί αξιωματικοί και ένας Έλληνας. Ο ένας αξιωματικός κρατούσε τυλιγμένο σύρμα στα χέρια του.

-«Θέλομε το σπίτι σου», είπε ξεκάθαρα ο ρωμηός.

Μπήκαν μέσα και προχωρούσαν στα σαλόνια και στα δωμάτια, σαν να ήταν όλα δικά τους. Τους ακολουθούσα, χωρίς να καταλαβαίνω  καλά καλά τι συμβαίνει. Ανέβηκαν στην ταράτσα. Ο αξιωματικός που κρατούσε το σύρμα, έδεσε την μιαν άκρη σε ένα στύλο, κι έριξε το δέμα προς την ταράτσα του πλαϊνού σπιτιού, που ήταν επιταγμένο κι αυτό. Έμοιαζαν ευχαριστημένοι. Τους άρεσε το περιβολάκι. Μου είπαν πως θα έρθουν το απόγευμα μαζί με τους άλλους και έφυγαν.

Έμεινα στήλη άλατος. Και τώρα πού θα πάμε; Τι να μεταφέρω και πού να τα μεταφέρω; Είναι και το σπίτι του πατέρα από κάτω, γεμάτο πράγματα αξίας, σαν μουσείο.

Το κεφάλι μου και η ψυχή μου είναι άδεια. Συνέχεια