Η ΡΩΣΙΔΑ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΛΥΔΙΑ και οι στρατιώτες Κύριλλος και Αλέξιος (20 Ιουλίου 1928)

μια συγκινητική ιστορία με πολλά μηνύματα, ειδικά για νέους…

«ένεκά σου θανατούμεθα όλην την ημέραν
ελογίσθημεν ως πρόβατα σφαγής»
(Ρωμ. η’ 36)

Η Λυδία, κόρη ενός ιερέως της πόλεως Ούφα1, γεννήθηκε στις 20 Μαρτίου του 1901. Από παιδί ήταν ευαίσθητη, στοργική και αγαπητή από όλους. Φοβόταν την αμαρτία και κάθε τι που δεν το επέτρεπε ο νόμος του Θεού. Μόλις τελείωσε το παρθεναγωγείο στα δεκαεννιά της χρόνια, παντρεύτηκε και αμέσως έχασε τον άνδρα της στον εμφύλιο πόλεμο με την αναχώρησι του Λευκού (τσαρικού) Στρατού.

Ο πατέρας της, από τις πρώτες αρχές του σχίσματος των «Ανακαινιστών»2 που οργανώθηκε από τους Μπολσεβίκους το 1922, προσχώρησε σ’ αυτό. Η θυγατέρα του τότε γονάτισε μπροστά στα πόδια του πατέρα της και είπε: «Δώσε μου την ευχή σου, πατέρα, να σ’ αφήσω, για να μη σε δεσμεύω στη σωτηρία της ψυχής σου». Ο γέρων ιερέας ήξερε καλά την κόρη του, όπως ήξερε καλά και το εσφαλμένο της κινήσεώς του. Δάκρυσε και, δίδοντας την ευλογία του στη Λυδία να ζήση μόνη της, της είπε προφητικά: «Κοίταξε, κόρη μου, όταν κερδίσης το στεφάνι σου, να πης στον Κύριο ότι παρόλο που φάνηκα πολύ αδύνατος για αγώνα, ωστόσο δεν σε εμπόδισα, αλλά σου έδωσα την ευχή μου». «Θα το πω, πατέρα», του είπε εκείνη φιλώντας του το χέρι και προβλέποντας έτσι κι αυτή προφητικά το μέλλον.

Η ΕΞΕΓΕΡΣΙΣ ΤΟΥ ΗΛΙ—ΝΤΕΝ ΤΗΝ 2ΟΗΝ ΙΟΥΛΙΟΥ 1903

ΙΛΙΝΤΕΝ.

Μετὰ τὴν ἀποτυχίαν τῆς βαρχοβιστικῆς ἐπαναστατικῆς κινήσεως τοῦ φθινοπώρου τοῦ 1902 εἰς τὴν Ἀνατολικήν Μακεδονίαν, αἱ βαρχοβιστικαὶ συμμορίαι, αἱ ὁποίαι δὲν ἐπέστρεψαν εἰς τὸ Βουλγαρικὸν ἔδαφος, διεσπάσθησαν εἰς τὰς ὀρεινὰς περιοχὰς. (…)

(…) Περὶ τὰς ἀρχάς τοῦ ἔτους 1903 αἱ Τουρκικαὶ Ἀρχαί, ἀποφασισμέναι νὰ ἐφαρμόσουν κατ’ ἀρχήν τὰς μεταρρυθμίσεις καὶ νὰ χορηγήσουν γενικὴν ἀμνηστείαν, ἤρχισαν νὰ χαλαρώνουν τὰ μέτρα ἀσφαλείας των καὶ νὰ μειώνουν τὰς ἔρευνας καὶ τὰς περιπολίας των.

Ἡ ἀνακοπή αὐτή εἰς τὰς ἐπιχειρήσεις καταδιώξεως τῶν ἐπαναστατικῶν ὀργανώσεων, ἔδωσε τὴν εὐκαιρίαν εἰς αὐτάς νὰ ἀνασυνταχθοῦν, νὰ διευρύνουν τοὺς σχηματισμοὺς των καὶ νὰ αὐξήσουν τὴν δράσιν των.

Κατόπιν τούτου τὰ Βουλγαρικὰ κομιτάτα ἐπανέλαβαν καὶ πάλιν τὰς ἐγκληματικάς ἐνεργείας κατὰ τοῦ Ἑλληνισμοῦ, μὲ ἐπιθέσεις κατὰ τῶν πιστῶν χωρίων εἰς τὸ Πατριαρχεῖον, μὲ δολοφονίας καὶ ξυλοδαρμούς τῶν ἐμμενόντων σταθερῶς εἰς τὸν Ἑλληνισμόν προκρίτων, ἱερέων καὶ ἑλληνοδιδασκάλων. Πολλὰ χωρία τότε, ὑπό τὴν πίεσιν τῶν Βουλγαρικῶν κομιτάτων, ἠσπάσθησαν τὸ σχίσμα.(…) Συνέχεια

Η ΚΑΜΠΑΝΑ – (Ἀληθινὴ ἱστορία)

Η ΚΑΜΠΑΝΑ - (Ἀληθινὴ ἱστορία)

-Τά ’μαθες, παππού; Ἀπὸ ’δῶ κι ἐμ­πρὸς τὰ μαγαζιὰ θ’ ἀνοίγουν καὶ τὶς Κυριακές.
–Τί λές, παιδάκι μου, στύλωσε μὲ ἀπορία καὶ ἔκπληξη τὰ γεροντικά, θολωμένα ἀπ’ τὰ χρόνια μάτια του πάνω στὸν ἐγγονό του ὁ μπαρμπα-Δημητρός.
–Ναί, παππού, εἶναι ἀπόφαση τοῦ Ὑ­­πουργοῦ.
–Ἄλλο καὶ τοῦτο. Καὶ γιατί, μαθές, αὐτό; Πῶς τοῦ ’ρθε νὰ βγάλει τέτοια ἀπόφαση;
–Εἶναι νόμος τοῦ κράτους, παππού. Κάποιες Κυριακὲς τὸ χρόνο τὰ καταστήματα μποροῦν νὰ παραμένουν ἀνοιχτά, νὰ πηγαίνει ὁ κόσμος νὰ ψωνίζει.
–Δηλαδή, θὲς νὰ πεῖς, θὰ χτυπᾶ ἡ καμπάνα τὸ πρωί, καὶ ὁ κόσμος θὰ βγαίνει γιὰ τὴν ἀγορά;
–Ἔ, κάπως ἔτσι…
Κούνησε τὸ κεφάλι του λυπημένος ὁ γέροντας. Χαμήλωσε κουρασμένο τὸ βλέμμα του, ἔμεινε γιὰ λίγο σκεφτικός, κι ἔπειτα, χωρὶς νὰ τὸ σηκώσει πάλι, μονολόγησε:
–Δὲν πᾶμε καλά. Τὸ λέω ἐγώ. Θὰ μᾶς χάσει ὁ Θεός!
Καὶ βύθισε πιότερο τὸ κεφάλι στὸ στέρνο του.

. Συνέχεια