Τυφλοί και οι δύο. Έτρεχαν ξοπίσω Του, αδέξια οπωσδήποτε, μα με σφοδρό πόθο.
Γιατί Πίστευαν!
Ήταν σίγουροι ότι κοντά Του θα έβρισκαν γιατρειά, θα γινόταν θαύμα, θα έβλεπαν!
Στο δρόμο, ψάχνοντας στα σκοτεινά, σκοντάφτοντας, ρωτώντας… δεν Τον πρόλαβαν. Χτύπησαν αδίστακτα την πόρτα του σπιτιού, όπου Εκείνος μπήκε.
– «Πιστεύετε ότι δύναμαι τούτο ποιήσαι;», τους ρωτά ο Κύριος – δεν είναι υπόθεση μικρή να ξαναβρεί κανείς το φως!… -,πιστεύετε ότι μπορώ να σας το κάνω;
– «Ναι, Κύριε!», απαντούν εκείνοι αμέσως. Ολόψυχα.